Καθόταν μόνος πίνοντας κρασί
στης αγοράς τη δίπορτη ταβέρνα
όπου χωνεύονται τα αισθήματα του απάνω κόσμου
παίρνοντας πραγματικήν υπόσταση
εκείνο που τους λείπει αποκτώντας
στη φθαρτή ζωή των υλικών πραγμάτων.
Δεν πρόσεξε πώς μπήκε
ποιαν κατέβηκε από τις δύο πόρτες
αυτός την έψαχνε στην αγορά
και στη βουή του κόσμου άκουε τη φωνή της
τώρα τη βλέπει ξαφνικά σαν φως
από παντού να κατεβαίνει
όπου κοιτάζει είναι τη δύναμή της ξέροντας
σαν ανεράδα λυγερή σαν αερούσα
μες στους απλούς ανθρώπους να κινείται
καμωματούσα κι άνετη
και μακρινή και ποθητή κι ανθούσα
να κάθεται στο διπλανό τραπέζι
η αναζητημένη των ονείρων
να τον κοιτά παράξενα να τον κοιτά
σαν ξένη, να γέρνει να ζαλίζεται να βγαίνει
απʼ το όνειρο και τʼ όνειρο να φεύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου