το ποτάμι μουρμουρούσε και πικρά μοιρολογούσε
πεταλούδες κατεβαίνουν με χρυσές κλωστές τον δένουν
την ψυχή του την κρατούνε και πικρά μοιρολογούνε
Ανθέ μου που μαράθηκες τα σπλάχνα μου τα μαύρισες
ονείρατα που έκανα κρυφά μου πνίγηκαν στα αίματα
Πόρτα άνοιξε στον ήλιο μπαίνει σε χρυσό βασίλειο
και η μάνα του λυγάει και πικρά μοιρολογάει
μια ζωή γεμάτη αίμα έπεσε κοντά στο ρέμα
το ποτάμι μουρμουρούσε και πικρά μοιρολογούσε
Ανθέ μου που μαράθηκες τα σπλάχνα μου τα μαύρισες
ονείρατα που έκανα κρυφά μου πνίγηκαν στα αίματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου