ίντα λοής η ομορτκιά σου ένι,
δέρνω τον νουν μου, χάχ̌χ̌ιω, πελλετώ
κ̌ι οι κόποι μου, του κάκου, παν χαμένοι.
Μέλλιμον είσαι όρωμαν, δροχ̌ιά,
για μυρωδκιά των φκιόρων είσαι; πε μου,
μεν κ̌ι είσαι τάχατες θεάς οχ̌χ̌ιά;
χ̌ιαστίζω, πον εχ̌ιάστησα ποττέ μου.
Ό,τιν κ̌ι αν είσαι, πε μου, να χαρείς,
γιατί λλιοψυχούν όσοι σου μπλάζουν,
βαστά σε η καρτκιά σου να θωρείς
μιάλους μικ̌κ̌ιούς για σεν ν’ αναστενάζουν;
Νεράδ’ αν είσαι τόπου κανενού,
φανέρωσ’ μού το πκιον να μεν σε λάμνω,
ανκ̌έλισσα αν είσαι τ’ ουρανού,
να μάθω κ̌αι να ξέρω ίντα κάμνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου