όλα μπερδεύονταν μέσα μου
και σάλευαν χαοτικά.
Απ’ όλα τα βιωμένα
Ψυχής κρυμμένα
ω, τί να κρατήσω και τί δώσω,
να τα πάρει ο παλιατζής;
Το δέσιμο στ’ αλώνι της ζωής
μ’ αλυσίδα βαριά;
Τη ζέστη,
το κρύο,
την ξεθεωτική δουλειά;
Τον ίδρω’,
που πότιζε το χώμα της γης
ή της πείνας
το γουργούρισμα στη κοιλιά;
Του νου το εμπύρετο
και την αιμορραγία της ψυχής
όταν, για ψύλλου πήδημα το κορμί
δεχόταν μαστίγωμα και ξυλιές
που του τσάκιζαν τα πλευρά;
Ή τις κάθε είδους απ’ τ’ αφεντικά
προσβολές και βρισιές,
με λαχτάρα
σαν κοίταζε που και που η ματιά
το αστραποβόλημα
της ουράνιας κορυφής;
Κι όσο κλωθογύριζα
στου μυαλού μου τη σοφίτα
ω, το προσευχητάρι
και το κομποσκοίνι μου σαν βρήκα
που το ’χα πολύ καιρό χαμένο,
ανοιξιάτικου αέρα λες κι ένοιωσα
ένα χάδι ερωτικό.
Κι απ’ το βλέμμα,
στον ουρανό στραμμένο,
ευθύς δάκρυα κύλησαν
ποτάμι σιγανό
κι απλώνονταν
στο μάγουλο τ’ ωχρό.
Κι ενατενίζοντας το άπειρο
με πόθο φλογερό,
στα τόσα δάκρυα
που έχυνα σε μετάνοια
σαν είδα Χαρά μεγάλη
να ’χουν τα ουράνια,
ψέλλισα με βαθύ αναστεναγμό:
-Ω, μόνο εσύ υπάρχεις! Εσύ, το ιδανικό!
Κι είπα ευθύς: - Χρόνε- παλιατζή,
άντε σύρε στο καλό.
Όσο μεγάλη κι αν προσφέρεις τιμή,
δεν πουλιούνται
ούτε αγοράζονται
τα όσα καθένας ζει
και με ψυχικό
τα βιώνει σπαραγμό.
Είναι τ’ ανεκτίμητα «τρόπαια»
που αποκτά
στο διάβα του ο καθένας απ’ τη ζωή
και μαζί του ιερά «φυλαχτά»
στον κόρφο του
ως τη θανή
τα κουβαλά,
της Ανάστασης
προσμένοντας
την υπερούσια στιγμή….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου