Το καλοκαίρι, λοιπόν, το καλοκαίρι άφησε την καυτή πνοή του
έπεσε πάνω τους και τους κατασπάραξε.
Η κερασιές στέγνωσαν και στέκονται τώρα στο περίφραγμα
σαν κοιμισμένα αγάλματα. Η μηλιά σάπισε όλα τα μήλα,
η αχλαδιά μεταμορφώθηκε σε μαγική κατοικία αραχνών
Και η μοναδική φραγκοσταφυλιά δείχνε την πληγή της
θορυβημένη αρπαγμένη από τα νύχια της βατομουριάς,
πεισματώνει ωστόσο η τελευταία ρόγα
να πεθάνει με τα μάτια στον ήλιο.
Εκείνοι οι ωραίοι κήποι που όλα τα πουλιά
έρχονταν να διασταυρώσουν τις μελωδικές τους φωνές εκεί
σαν σε εγκαίνια πανηγυριών έγιναν έρμαιο της αγριάδας.
Κάπου έχασε το δρόμο της η άνοιξη και δεν έρχεται πια εδώ
Μια σαύρα έχει χτίσει εκεί το βασίλειό της
και τις αναμνήσεις τις μασούν άγαρμπα
τα πέτρινα σαγόνια της λησμονιάς.
Το πουκάμισο της νιότης μου και την τελευταία γραβάτα
κεντημένα με ένα V και δυο σταυρουδάκια αγάπης
τα κρέμασα εδώ στα οπωροφόρα σαν σκιάχτρα
και τα ‘λιωσε ο χρόνος.
Τσαλαπατημένα τριαντάφυλλα μες την αντράλα του κόσμου
δεν πρόλαβαν να γίνουν ανθοδέσμες σε χέρια νυμφών και ερωτευμένων,
δεν πρόλαβαν να καμαρώσουν στο αυτί της λεβεντιάς,
έκαιγαν την καρδιά του Μάη, πυρπολούσαν τα μάτια του Οκτώβρη.
Καψαλισμένοι κήποι από δρόσο δακρύων και εγκατάλειψης
Βαμμένοι στις αποχρώσεις του αίματος και της θλίψης.
Πολλές φορές έπιασα την πένα να φτιάξω το πορτρέτο σας,
βούτηξα το χρωστήρα στην παλέτα του ουράνιου τόξου
να σας ζωγραφίσω έτσι χρυσούς και φρέσκους
σαν χρυσοστολισμένους από αυγινές εκλάμψεις
κι όλο μουντζούρες έβγαιναν.
Ποιος ήταν αυτός που μου μουντζούρωνε τα τοπία;
Αχ, πως το τρώνε το χρυσοπράσινο τα δόντια της σκουριάς.
Το λασπωμένο άγαλμα της άνοιξης κοιμάται κάτω από το χώμα,
τα πουλιά παίζουν τα φλάουτα και δεν ξυπνάει,
χτυπάει τα ντέφια του ο νοτιάς και στο χορό δε βγαίνει.
Δε θα το πίστευα ποτέ πως μπορεί να υπάρχει γερασμένη άνοιξη
Προσπάθησα πολλές φορές να συγκροτήσω το πορτρέτο της
από ρόδινα πέταλα με οπωροφόρα δέντρα σαν αγάλματα απόγνωσης,
με θραύσματα ονείρων και τιτιβίσματα σπουργιτών,
από παιδικές τρέλες, από παραμιλητά ανοιξιάτικων φεγγαριών
και από κρίνα αθωότητας.
Αχ, τους κήπους μας τους χάλασαν σαν τους κήπους του Γιεσενίν,
Ούτε πέταλα, ούτε φρούτα πια, μόνο παραληρήματα άγνωστων σκιών,
μόνο αγριάδα, αγριόχορτα, αγκάθια, βατομουριές και τσουκνίδες
και ο αγέρας να τραβάει τα μαλλιά του με μια κραυγή:
«Που, πως, γιατί;»
Καίγονται οι κήποι στην κάψα του καλοκαιριού,
τους μάδησε η ψύχρα του σκληρού χρόνου.
Και τα χέρια μου μουδιάζουν, αχ πως μουδιάζουν,
αυτά τα χέρια που νοικοκύρεψαν ξένους κήπους
και με ξένες άνοιξες έπλεξαν στεφάνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου