ʼφηνε να φανή
γυμνός ο καρπός
του αριστερού του χεριού
σαν τού γυρευαν την ώρα
Ανασήκώμα των ώμων
Χειρονομία αδιαφορίας
Αοριστία ολόγελη
Δεν φορούσε ρολόϊ ποτέ
Συχνα μιλούσε
για τα κόκκινα πουλιά
που ξυπνούσαν απ' την καρδια τ' Απρίλη
κι έγνεφαν στο καράβι της άνοιξης
να σχίση τα σταλωμένα νερα
και ν' αράξη
στις πίσω αυλές της μεγαλούπολης
Χώριζε τους ανθρώπους
σ' εκείνους που ζωγράφιζαν
σε αυτουύ που έσκαβαν
στους άλλους που ιχνηλατούσαν
τον περίγυρο της μέρας
Κι ένοιωθε άνετα
μιλώντας ενάντια
στην τάξη
τους ψηλούς φραγμους
και τα οροθέσια
Στις γιορτές την πολυκοσμία ακολουθούσε
κι έσπαζε τις συνομιλίες των άλλων
ωσότου βρη τον εαυτό του
'Υστερα βύθιζε το πνεύμα σ' ένα άτιτλο κενο
κι άφηνε τα μάτια του
να φεύγουνε κατά τον βορρά
θυμίζοντας φως πολικό
Μονάχα στις συζητήσεις για τον Ροστροπόβιτς
χωνόταν με άνεση και κάποια γνώση
Όταν περπατούσε
κάτω απ' του μεσονυχτίου την αψίδα
στην απαλάμη έσφιγγε τους χτύπους της καρδιάς
κι άκουγε την κατανόηση και την συμπόνοια
ν' αχτιδώνουν τους παλμούς της φωνής
Κι αν στις αόρατες ώρες όλο μάζευε τ
η σοφία του μοναχικού
έχτιζε στη χώρα της συνήθειας
Τον δικό του θησαυρό έκρυβε
όπου κανεις δεν γνώριζε
και πολλοό αναρωτιόνταν
αν στ' αλήθεια υπηρχε
Ήτανε άνθρωπος
με πολλές αποτυχίες στη ζωη
Κι όμως
την έκφραση του γλύκανε
το φως μιάς ελπίδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου