Κι όμως το γέλιο αντηχούσε
στην αυλή του Αγίου Λαζάρου
καθώς περπατούσαμε στον άδειο δρόμο
πριν από το δείπνο.
Μιλούσες για την αίθουσα
όπου πρωτακούστηκαν οι θρήνοι
για τον Αλέξανδρο
σου ’λεγα για τη ματιά που έριξα
στον άλλο κόσμο
πίσω από τα κλουβιά με τα γεράκια
και τις κουκουβάγιες
όπου το ένα ψαθί άγγιζε τ’ άλλο,
ευτελή κλουβιά
καμωμένα με καλάμια από τα έλη του νότου
δεμένα πρόχειρα με νήμα
νήμα όπως αυτό που ενώνει τις ζωές μας.
Οι ψυχές ετοιμάζονταν για το μεγάλο ταξίδι
στις ακτές της Συρίας, στην Πέτρα, την Ιεριχώ,
δρόμοι του Στράβωνα, του Πτολεμαίου,
για να φτάσουν σούρουπο
στην Πύλη των Λεόντων.
Τη θυμάσαι την κουκουβάγια που έκλαιγε, εκεί
πάντα το βράδυ, ίδια ώρα;
Οκτ. 1993
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου