και στήριγμα το άχαρο κορμί λιγνής μαγκούρας
μες στους αιώνες διάβηκες, τρανέ συ Συνωπέα,
του Δία γόνε εκλεκτέ και του ανθρώπου οίστρε.
Φέροντας λύχνο αγλαό υπό το φως του ήλιου,
στην πολυσύχναστη έρημο βουβά οδοιπορούσες,
έχοντας χείλη άνυνδρα και βλέμμα οργισμένο.
Έναντι πλήθος ειδεχθές, τα ζωντανά κουφάρια
αγόγγυστα εξέτιαν της ζήσης τους το κρίμα
- δέσμια ως ήταν φαεινών και στέρφων οραμάτων,
άμοιρες φύτρες στο βωμό στημένων αθυρμάτων -
και πλήθος οι ταφόπετρες που υψώνονταν τριγύρω.
«Ιώ, άνθρωποι!» κραύγασες κι αχνά χαμογελώντας
ύψωσες με απόγνωση την ξύλινη σου ράβδο,
το θαύμα σου, πασκίζοντας, εμπρός σου να ορθώσεις,
ω, δύστυχε, αέναε μοναχικέ διαβάτη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου