Εκείνος καροτσιέρης στην αγορά
το αλεύρι στις πλάτες, τα τσουβάλια με τα τσιμέντα
από τις αποθήκες στις άλλες αποθήκες
και σκόνη και φωνές και βαρέλια
με το αγώγι όλη μέρα μαλώνει.
Λαντζέρισσα εκείνη
άλλοτε πάλι λιώνει τα χέρια της στην σκάφη
λησμονώντας πολύν καιρό τον ουρανό.
Πότε πότε
όταν ξυπνάει η ματαιοδοξία και κοιμούνται τα παιδιά
ερημώνουν οι δρόμοι κάπου μεσάνυχτα
ρίχνουν οι δυο τους ένα ελαφρύ πανωφόρι στους ώμους
και βγαίνουν βόλτα ώσμε το πρώτο γιοφύρι
εκεί που τόσον καιρό έχουν να περάσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου