Τους τριανταφυλλένιους κώνους αντικρίζοντας
στη λαγκαδιά του Κόραμε,
ρυτιδωμένοι μάς παρέσυραν αιώνες
στα υπερφυσικά τα βράχια τα διάτρητα
-πώς είναι ένα σφουγγάρι ή μια κερήθρα-,
τα πλήρη φώτων και πρωτόγνωρων χρωμάτων.
Και σαν αλλόκοσμοι κι εμείς, αλαφροΐσκιωτοι,
μες στο τρελό τοπίο τ' αλαφροΐσκιωτο,
με τους μονόλιθους, θαρρείς, σφουγγάρια ή
υπερφυσικούς περιστεριώνες,
περάσαμε, χωρίς προσπάθεια, μ' ένα μονάχα βήμα,
στη χώρα του παραμυθιού, όπου οι σκήτες
κι οι εικονογραφημένες εκκλησιές καλούσαν,
κενές κι όμως κατάμεστες, σε λειτουργία
τα σώματα και τις ψυχές μας
κάτω από τους ουράνιους τρούλους
που ο ίδιος έσκεπε ο θεός σαν πετρωμένος.
Κι ήρθε μέσα στο όνειρο ο Αϊ-Βασίλης,
ήρθαν οι ασκητές κατάξεροι φορώντας
τους μυτερούς τους βράχους για σκουφιά τους
και στάθηκαν μες στην κοιλάδα
πετρωμένοι κι αυτοί και φυτεμένοι,
ίδιοι γρανίτες των αιώνων.
Κι όπως κινήσαμε να φύγουμε κι η καρδιά μας
είχε, θαρρείς, μεταβληθεί σε σκήτη
κενή με αυλακώσεις και ρυτίδες,
τους είδαμε να χαιρετούνε μ' ένα νεύμα
σκύβοντας το κεφάλι τους μη δούμε
αυτό που αιώνες κρύβουν πικραμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου