Χριστούγεννα
κι είχαν τ' ασκέρια των εχθρών αμοληθεί
στης Σάντας τα λημέρια, νύχτα βαθιά, μεσούρανη.
Και θορυβώδη νήπια, γελώντας είτε και κλαίγοντας,
στο στήθος των μανάδων, όταν και μοναχά μια ανάσα
προδοτική. Κι οι καπετάνιοι να μην έχουν
άλλη εκλογή, να σφαγιαστούν ή να τα σφάξουν.
Έτσι ακολούθησε η μεγάλη σιωπή.
Τρομαγμένα τα μάτια των μανάδων να κοιτάζουν
χαμένα στο κενό.
Κι ήρθε και στρώθηκε μες στα φαράγγια τ' άγρια
η Άγια Τράπεζα στ' άδυτο της ψυχής. Σώμα και αίμα.
Ώσπου πήρε και χάραξε στα στήθη και τα μάτια
τα ορφανεμένα. Και κάπου λάμψαν και σβήσανε
τ' άστρα της ερημίας.
Σιωπή από δάκρυα και πένθος.
Και το βλέμμα από ψηλά
να εποπτεύει την αιματοβαμμένη σωτηρία.
Και μες στα φυλλώματα λες σάλεμα φτερού
οι άδολες ψυχές που πήγαιναν τ' αψήλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου