Ώρα προσμένει μοναχή
η άμαξα κάτω απ' τη βροχή,
και δεν τη μέλει,
κι είναι σα να την τυραννά
πιότερη η ξένη γειτονιά
που δεν τη θέλει.
Τ' αλογατάκια της, σιμά,
κάτω απ' τον ίδιο μουσαμά
κάνουν καρτέρι,
στον τόπο αυτόν, τον θλιβερό,
πράμα δε μένει από καιρό,
να τό' χουν ταίρι.
Γρίλιες δεν είναι, μήτε αυλές
περικοκλάδες βαθουλές,
δεν έμειν' ένα
απ' τα φανάρια στη σειρά
με τα δυο μπρούτζινα φτερά,
τα σταυρωμένα.
Τ' ανώφλια έπεσαν κι' οι αγκωνιές
κι' οι ανεμοπέραστες, στενές,
οι γαλαρίες
κι' έφυγαν έντρομες, πολλές
κι' οι θύμησες, σαν τις καλές,
σεμνές κυρίες.
Άδεια βιτόρια και φτωχή,
πάρε μου εμένα την ψυχή,
πάρε με εμένα
για ταξιδιώτη σου, κι' ευθύς
πάμε, όθε κίνησες να' ρθείς:
στα Περασμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου