Ὄχι πιὰ λέξεις καὶ ὀνόματα• κάτι ἤχους μονάχα ξεχωρίζω• -ἕνα ἀσημένιο κηροπήγιο ἤ ἕνα κρυστάλλινο ἀνθογυάλι ἠχεῖ ἀπὸ μόνο του καὶ ξαφνικὰ σωπαίνει κάνοντας πὼς δὲν ξέρει τίποτα, πὼς δὲν κουδούνισε αὐτό, πὼς κανένας δὲν τὄχε ἀγγίξει, πὼς κανένας δὲν πέρασε πλάϊ του. Ἕνα φόρεμα σωριάζεται μαλακὰ ἀπ' τὴν καρέκλα στὸ πάτωμα, μεταθέτοντας τὴν προσοχὴ ἀπ' τὸν προηγούμενο ἦχο στὴν ἁπλότητα τοῦ τίποτα. Ὡστόσο ἡ ἰδέα μιᾶς σιωπηλῆς συνωμοσίας, παρ' ὅτι διαλυμένη στὸν ἀέρα, ἐπιπλέει πυκνωμένη σ' ἕνα ἐπίπεδο πιὸ πάνω, σχεδὸν σταθμητή, τόσο ποὺ αἰσθάνεται τὸ χάραγμα τῶν ρυτίδων νὰ βαθαίνει πλάϊ στὰ χείλη σου ἀπ' αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν παρουσία ἑνὸς παρείσακτου ποὺ παίρνει τὴ θέση σου μεταβάλλοντας ἐσένα σὲ παρείσακτο, ἐδῶ στὸ κρεββάτι σου, στὴν κάμαρά σου.
Ὤ, αὐτὴ ἡ ξενητειά μας μέσα στὰ ἴδια μας τὰ ροῦχα ποὺ παλιώνουν, μὲς στὸ ἴδιο μας τὸ δέρμα ποὺ ζαρώνει• ἐνῷ τὰ δάχτυλά μας δὲν μποροῦν πιὰ νὰ σφίξουν, νὰ κρατήσουν τριγύρω στὸ κορμί μας οὔτε κὰν τὴν κουβέρτα, ποὺ ἀνυψώνεται μόνη, διαλύεται, φεύγει, ἀφήνοντάς μας ἀκάλυπτους μπροστὰ στὸ κενό. Καὶ τότε ἡ κιθάρα, κρεμασμένη στὸν τοῖχο, ξεχασμένη ἀπὸ χρόνια, μὲ χορδὲς σκουριασμένες, ἀρχίζει νὰ τρέμει ἔτσι ποὺ τρέμει τὸ σαγόνι μιᾶς γριᾶς ἀπ' τὸ κρύο ἢ ἀπ' τὸ φόβο, καὶ πρέπει νὰ βάλεις πάνω στὶς χορδὲς τὴν παλάμη σου, νὰ σταματήσεις τὸ μεταδοτικό τους ρίγος. Μὰ δὲ βρίσκεις τὸ χέρι σου, δὲν ἔχεις χέρι, κι ἀκοῦς μὲς στὸ στομάχι σου πὼς εἶναι τὸ δικό σου σαγόνι ποὺ τρέμει. Ἀλήθεια, πόσα πράγματα ἄχρηστα, μὲ πόση ἀπληστία συναγμένα• - φράζαν τὸ χῶρο- δὲν μπορούσαμε νὰ σαλέψουμε τὰ γόνατά μας χτυποῦσαν σὲ ξύλινα, πέτρινα, μετάλλινα γόνατα. Ὤ, βέβαια, θὰ πρέπει πολὺ νὰ γεράσουμε, πολύ, ὥσπου νὰ γίνουμε δίκαιοι, νὰ φτάσουμε ἐκείνη τὴν ἥμερη ἀμεροληψία, τὴ γλυκειὰ ἀνιδιοτέλεια στὶς συγκρίσεις, στὶς κρίσεις, ὅταν δικό μας πιὰ μερτικὸ δὲν ὑπάρχει σὲ τίποτα πάρεξ σ' αὐτὴ τὴν ἡσυχία. Ἅ, ναί, πόσες ἀνόητες μάχες, ἡρωϊσμοί, φιλοδοξίες, ὑπεροψίες, θυσίες καὶ ἧττες καὶ ἧττες, κι ἄλλες μάχες, γιὰ πράγματα ποὺ κιόλας εἴταν ἀπὸ ἄλλους ἀποφασισμένα, ὅταν λείπαμε ἐμεῖς. Καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀθῶοι, νὰ χώνουν τὶς φουρκέτες τῶν μαλλιῶν μὲς στὰ μάτια τους, νὰ χτυποῦν τὸ κεφάλι στὸν πανύψηλο τοῖχο, γνωρίζοντας βέβαια πὼς ὃ τοῖχος δὲν πέφτει οὔτε ραγίζει κάν, νὰ δοῦν τουλάχιστον μὲς ἀπὸ μιὰ χαραμάδα λίγο γαλάζιο ἀσκίαστο ἀπ' τὸ χρόνο καὶ τὴ σκιά τους, Ὡστόσο - ποιὸς ξέρει - ἴσως ἐκεῖ ποὺ κάποιος ἀντιστέκεται χωρὶς ἐλπίδα, ἴσως ἐκεῖ νὰ ἀρχίζει ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία, ποὺ λέμε, κι ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀνάμεσα σὲ σκουριασμένα σίδερα καὶ κόκκαλα ταύρων καὶ ἀλόγων, ἀνάμεσα σὲ πανάρχαιους τρίποδες ὅπου καίγεται ἀκόμα λίγη δάφνη κι ὁ καπνὸς ἀνεβαίνει ξεφτώντας στὸ λιόγερμα σὰ χρυσόμαλλο δέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου