Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Βιοτεχνία Υλικών του Μένη Κουμανταρέα

Σάββατο βράδυ, η Μπέμπα Ταντή κατηφόριζε την Πειραιώς φορτωμένη τιμολόγια και αποδείξεις Ένιωθε άκεφη και κουρασμένη. θα προτιμούσε να τριγύριζε με τα χέρια ελεύθερα σαν άντρας. Από τότε που κληρονόμησε το μαγαζί του πατέρα της κι αποφάσισε να πάρει σύζυγο και συνεταίρο, έχασε το βάδισμα του νέου κοριτσιού, το στήθος της είχε μεγαλώσει, τα μαλλιά της θαμπώσει.
Το μαγαζί, η μικρή βιοτεχνία υαλικών, στεγαζόταν στο ισόγειο ενός δίπατου σπιτιού, στη συμβολή Πειραιώς και Ιεράς Οδού, εκεί όπου παλιότερα ήταν η λαχαναγορά και τώρα ο δήμος είχε φυτέψει ένα παρκάκι. Ακριβώς απέναντι, κάπου τριάντα στρέμματα τοιχισμένα, βρισκόταν το Γκάζι. Μέσα από τους λέβητες και τις καμινάδες οι ατμοί ανέβαιναν τυλίγοντας το τετράγωνο σε ομίχλη, και το συρματόπλεγμα, γύρω, θύμιζε Κατοχή. Από τότε μάλιστα που στην πύλη φύλαγε βάρδια με τους πολίτες κι ένας φαντάρος, της φαινόταν πως από ώρα σε ώρα ένα κύμα βίας θα ξεσπούσε στην πόλη. Τάχυνε το βήμα της και χωνόταν στο μαγαζί. Τα ρολά μισόκλειστα, αναγκάζοταν να σκύψει για να περάσει.
Κάτω από τη σύναξη των πολυελαίων η Μπέμπα Ταντή αντίκριζε τον άντρα της καθισμένο σ' ένα γραφείο από φορμάικα, το πρόσωπο σκυμμένο στους λογαριασμούς, τα πόδια μαζεμένα κάτω από την καρέκλα.
Τους κροτάφους φώτιζαν ασημένιες τούφες και ανάμεσα τρεμόπαιζαν κάτι άρρωστες φλεβίτσες. Άφηνε την τσάντα της παράμερα και καθόταν κοντά του. Μιλούσαν για τις τελευταίες παραγγελίες, τοποθετούσαν κατά ημερομηνία τα γραμμάτια, έκλειναν ταμείο. Έπειτα κατέβαζαν τα ρολά και με βήμα αργό ξεκινούσαν για το σπίτι.
Κατοικούσαν λίγα τετράγωνα παρακάτω. Τραβούσαν μεσ' από τα στενά του Ρούφ, σταματώντας η Μπέμπα να ισιώσει την κάλτσα της, ο Βλάσης ν' αγοράσει τσιγάρα. Φτασμένοι σπίτι, ο Βλάσης βούλιαζε στην πολυθρόνα, η Μπέμπα ξυπολιόταν και, μ' ένα άνοιγμα του φερμουάρ, άφηνε τη φούστα της να κυλήσει μπρος στον καθρέφτη. Η πρώτη γνωριμία στους διαδρόμους της Σχολής, ο Βλάσης τρέχοντας στη γραμματεία να διεκπεραιώσει κάποιες διατυπώσεις του πτυχίου, η Μπέμπα δευτεροετής με τις μικρές φροντίδες των υπογραφών. Έσμιγαν στα ζαχαροπλαστεία της οδού Σίνα, παρέα με συμφοιτητές της που συνδικαλίζονταν, οργάνωναν απεργίες και προβαίναν σε διαβήματα. Οι λέξεις φασίστας, δολοφόνος, χαφιές έπεφταν σαν πιστολιές. Αργότερα, Κυριακές στην Κόρινθο, του έφερνε αλλαξιές εσώρουχα, γλυκά, βιβλία κοινωνιολογίας τυλιγμένα σ' εφημερίδες της δεξιάς.
Περνούσε τα δέματα μπροστά απ' τους σκοπούς προκλητικά, κι εκείνοι την έγδυναν με το μάτι. Φορούσε φορέματα ανοιχτά στο στήθος, την ίδια πάντα άσπρη κορδέλα στα μαλλιά, χτενισμένα πίσω, να φανερώνουν ένα μέτωπο λευκό κι ανάλαφρα προτεταμένο. Έπειτα ήρθε ο καιρός της απόσπασης· τα σαββατόβραδα κλεισμένα σε κάμαρες επαρχιακών ξενοδοχείων, τα τζάμια φραγμένα μ' εφημερίδες, το ίσο πάντα φόρεμα παρατημένο στην άκρη του δωματίου δίπλα σ' ένα ζευγάρι άρβυλα ξεχαρβαλωμένα. Όση ώρα η Μπέμπα άλλαζε φόρεμα, αφήνοντας τα μαύρα της μαλλιά ξέπλεκα μες στον καθρέφτη, ο Βλάσης άλλαζε κανάλι στην τηλεόραση, σταθμεύοντας στις ειδήσεις. Ήταν αυτές, κάθε βράδυ, κομμένες και ραμμένες στα ίδια μέτρα, και μόνο αραιά και που το βλέμμα του ζωήρευε όταν άκουγε για κάποιο πραξικόπημα, μολονότι κι αυτά, τον τελευταίο καιρό, είχαν καταντήσει κοινός τόπος.
Με κινήσεις αργές φορούσε τα βραδινά της, φώναζε τον Βλάση να της κλείσει το φερμουάρ, εκείνος έπαιρνε τα κλειδιά του σπιτιού, εκείνη του αυτοκινήτου, έμπαιναν στη μικρή Σκόντα κι η Μπέμπα καθόταν στο τιμόνι. Ακολουθούσαν το ίδιο δρομολόγιο, Αγίου Κωνσταντίνου, Σταδίου, Φιλελλήνων, Συγγρού, για να καταλήξουν στο ίδιο πάντα κεντράκι με τις μαρίδες. Καθόνταν στ' ορισμένο τραπέζι, έπαιρναν στην αρχή μεζέ με εμφιαλωμένο κρασί Δεμέστιχα, κι άρχιζαν τις ατέρμονες συζητήσεις. Ποτέ απευθείας οι δύο τους, μα πάντα διασταυρωμένοι μεσ' από τις κουβέντες της παρέας. Τα μέλη της παρέας ήσαν ο Βάσος Ραχούτης κι ο Σπύρος Μαλακατές, που τους περίμεναν φτασμένοι πρώτοι στο ραντεβού. Ήσαν κι οι δύο σαρανταπεντάρηδες, κατά τι μεγαλύτεροι από τον Βλάση. Ο Βάσος παχύς, ασθματικός, με μάτια τριγυρισμένα από σκάμματα και χείλη γραμμένα σαν κοριτσιού.
Είχε τελειώσει μια σχολή τεχνικών επαγγελμάτων και είχε καταλήξει ιατρικός επισκέπτης σε φαρμακευτική εταιρεία. Μιλούσε αδιάκοπα για φάρμακα και ήταν σωστή αυθεντία στα χάπια για τα νεύρα. Ο Σπύρος ψηλός, στεγνός, με άσαρκα χείλη, είχε μια τάση να κουτσαίνει από τ' αριστερό πόδι. Είχε ταξιδέψει στην Αμερική, ανακατευτεί με αλογοτροφεία, κάνει κι ένα διάστημα στην Κορέα με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, για να καταλήξει στην Ελλάδα ανέστιος και πένης. Τα μπάλωνε τώρα με δουλειές του ποδαριού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.