ποὺ μ᾿ εἶπαν νὰ πιστέψω,
πὼς δὲν μοῦ σώζετ᾿ ἡ ψυχή,
σὰν δὲν καλογερέψω!
Ἀπ᾿ τὴν ζωῆς τὴν Πασχαλιὰ
μ᾿ ἔκαμαν νὰ ξεπέσω·
ν᾿ ἀφήσω μακριὰ μαλλιὰ
καὶ ράσο νὰ φορέσω.
Νὰ ζῶ μὲ τὸ ξερὸ ψωμί,
μὲ τὸ νερὸ μονάχα·
γιὰ νὰ παιδέψω τὸ κορμί,
καὶ γιὰ ν᾿ ἁγιάσω τάχα!…
Καλόγεροι, σᾶς προσκυνῶ,
καὶ σᾶς φιλῶ τὰ χέρια.
Καὶ σᾶς πετῶ τὸν οὐρανὸ
καὶ τὰ χρυσὰ τ᾿ ἀστέρια.
Πετῶ τὸν σκοῦφο στὸ κελί,
τὸ ράσο στὸ ντουλάπι·
τὸν νοῦ μου – μόνο στὸ φιλὶ
καὶ μόνο στὴν ἀγάπη.
Θωρῶ πουλάκια στὴν αὐλή,
ποὺ παίζουν ταῖρι ταῖρι,
καὶ λέγω: νἄμουνα πουλί!
Νὰ ἤμουν περιστέρι!
Θωρῶ κοπέλες ποὺ περνοῦν
νὰ πᾶν στὸ περιβόλι
κι αὐτοῦ ποὺ κοντοπροσκυνοῦν–
μὲ παίρνουν οἱ Διαβόλοι!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου