το μαύρο πόδι μαύρο πάτημα.
Μαύρα λεβέτια κουβαλάν
να βάψουν μαύρα τα περβόλια μας,
μαύρο να βάψουν το νερό
και το καρβέλι μαύρο.
Περνάν-περνάν οι σιδερόφραχτοι
το μαύρο πόδι μαύρο πάτημα.
Φεγγάρι παγωμένο
σαν σπασμένη ρόδα του αραμπά στο δρόμο απ' έξω,
το αλέτρι γκόλφι στην καρδιά του κάμπου απίστομο.
Η αξίνα προσευχή στην ξώπορτα
και το χωράφι απ' το δρεπάνι κρεμασμένο.
Τώρα διπλώνει την καρδιά ο παππούς
όπως διπλώνει στην πετσέτα το ψωμί μετά το δείπνο
κι όπως διπλώνει ο κυνηγός τα μπαρουτόσκαγα.
Περνάν-περνάν οι σιδερόφραχτοι
το μαύρο πόδι μαύρο πάτημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου