επέστρεφε επί νεφέλης και καθόταν στα ορύγματα
για ώρες…
κοίταζε επίμονα τη σπαργή της μνήμης
καθώς ορθώνονταν στο άδειο τοπίο.
Οι άλλοι κοίταζαν επίμονα αυτόν.
Χτες ήρθε πάλι ξαφνικά.
Με άσπρες τρίχες στους κροτάφους,
γκρίζο γενάκι, βλέμμα αχυρένιο
κι επίπεδες εκφράσεις των χεριών,
μου φάνηκε άρρωστος,
ήρθε πάλι, μου φάνηκε κόντευε πια τα πενήντα…
Μου ζήτησε να πάμε σπίτι του,
δέχτηκα, με θλίψη μπορώ να πω, μα δέχτηκα.
Άλλωστε είχα χρόνια να τον δω,
θέλησα να του κάνω κάνω τα χατίρια.
Χασομερούσε ασκόπως
εδώ κι εκεί, για ώρες,
κι αφού περάσαμε τη γραμμή και πλανηθήκαμε
σε τοπωνύμια αλλότρια,
φτάσαμε μεσημέρι στο χωριό του.
«Εδώ είναι το σπίτι», είπε ιδιαιτέρως νευρικός
«αυτός είναι ο αύλακας,
αντλούσαμε νερό για τα μποστάνια…»,
το σπίτι, ο αύλακας, η ροδιά
εικόνες φτιαγμένες με χώμα.
Οι ψυχές αποσύρθηκαν διακριτικά
και περπατούσαμε μονάχοι
σε άδειους καιρούς.
«Αυτή είναι η κάμαρή μου», είπε
«κι αυτό το αρμάρι των γονιών μου».
Διστακτικά το είπε, όχι για την κάμαρη, μα για το ερμάρι.
«Είναι ή δεν είναι το ερμάρι αυτό;»
αναρωτήθηκε δύο και τρεις φορές,
με την αγωνία να του υγραίνει τις ρυτίδες.
Για ένα παλιό ντουλάπι με πολλά νερά
και σκισίματα από την υγρασία αναρωτιόταν.
Πήγα δειλά και άνοιξα την ακριανή πόρτα
εκείνης της παμπάλαιας ντουλάπας.
Έτρεξε ο μεντεσές,
στη μέσα μεριά του ξύλου διάβασα
τα αχνά πλην όμως ευδιάκριτα γράμματα:
«Κυπριανός, εγεννήθη στις 24 Ιουνίου 1953
Μενέλαος εγεννήθη ημέρα Σάββατο στις 15 ΜΑΡΤΙΟΥ
Δημήτρης εγεννήθει 26 Οχτωβρίου 1960».
Είναι αυτή η ντουλάπα, του είπα.
Σε άδειους καιρούς
στον Δημήτρη Χαραλάμπους
Επέστρεφε συχνά στα οχυρά,
επέστρεφε επί νεφέλης και καθόταν στα ορύγματα
για ώρες…
κοίταζε επίμονα τη σπαργή της μνήμης
καθώς ορθώνονταν στο άδειο τοπίο.
Οι άλλοι κοίταζαν επίμονα αυτόν.
Χτες ήρθε πάλι ξαφνικά.
Με άσπρες τρίχες στους κροτάφους,
γκρίζο γενάκι, βλέμμα αχυρένιο
κι επίπεδες εκφράσεις των χεριών,
μου φάνηκε άρρωστος,
ήρθε πάλι, μου φάνηκε κόντευε πια τα πενήντα…
Μου ζήτησε να πάμε σπίτι του,
δέχτηκα, με θλίψη μπορώ να πω, μα δέχτηκα.
Άλλωστε είχα χρόνια να τον δω,
θέλησα να του κάνω κάνω τα χατίρια.
Χασομερούσε ασκόπως
εδώ κι εκεί, για ώρες,
κι αφού περάσαμε τη γραμμή και πλανηθήκαμε
σε τοπωνύμια αλλότρια,
φτάσαμε μεσημέρι στο χωριό του.
«Εδώ είναι το σπίτι», είπε ιδιαιτέρως νευρικός
«αυτός είναι ο αύλακας,
αντλούσαμε νερό για τα μποστάνια…»,
το σπίτι, ο αύλακας, η ροδιά
εικόνες φτιαγμένες με χώμα.
Οι ψυχές αποσύρθηκαν διακριτικά
και περπατούσαμε μονάχοι
σε άδειους καιρούς.
«Αυτή είναι η κάμαρή μου», είπε
«κι αυτό το αρμάρι των γονιών μου».
Διστακτικά το είπε, όχι για την κάμαρη, μα για το ερμάρι.
«Είναι ή δεν είναι το ερμάρι αυτό;»
αναρωτήθηκε δύο και τρεις φορές,
με την αγωνία να του υγραίνει τις ρυτίδες.
Για ένα παλιό ντουλάπι με πολλά νερά
και σκισίματα από την υγρασία αναρωτιόταν.
Πήγα δειλά και άνοιξα την ακριανή πόρτα
εκείνης της παμπάλαιας ντουλάπας.
Έτρεξε ο μεντεσές,
στη μέσα μεριά του ξύλου διάβασα
τα αχνά πλην όμως ευδιάκριτα γράμματα:
«Κυπριανός, εγεννήθη στις 24 Ιουνίου 1953
Μενέλαος εγεννήθη ημέρα Σάββατο στις 15 ΜΑΡΤΙΟΥ
Δημήτρης εγεννήθει 26 Οχτωβρίου 1960».
Είναι αυτή η ντουλάπα, του είπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου