Τα μάτια σφάλισες
Και γεννιέται η νύχτα όλο
κούφια βαθουλώματα,
ήχους νεκρούς, θα 'λεγες θόρυβος φελλού
από δίχτυα σε βυθό απλωμένα.
Τα δυο σου χέρια μια πνοή
από απαραβίαστα μάκρη
κι ως οι ιδέες άπαρτα.
Κι η σελήνη η διπλοσήμαντη
και το γλυκύτατο ταλάντεμα
μόλις που κάνεις ν' απιθώσεις
τα χέρια σου στα μάτια μου,
ευθύς αγγίζουν την ψυχή.
Στη γυναίκα μοιάζεις που διαβαίνοντας
όμοια φύλλο αφήνει
πάνω στα δέντρα μια χινοπωρινή πυρά.
άσμα έκτο
Λεία όμορφη ω
νυχτερινή φωνή,
πυρετό μου φέρνει
κάθε σου σάλεμα.
Συ μνήνη, μόνη,
δαιμονισμένη δύνεσαι
τη λευτεριά στα δίχτυα σου να πιάσεις.
Στη σάρκα σου που ξεγλιστρά
και σε βάθη τρικλίζει από θολούς καθρέφτες
Όνειρο, και τι κρίματα
συ δεν μου δίδαξες να συντελώ;
Κρατημό δεν έχω πια μ' εσάς. Οράματα.
Κι από τύψεις δικές σας είναι πάντα
βαριά η καρδιά μου το πρωί σαν ξημερώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου