- Ναι. Τις φοβάμαι.
- Όλοι, λίγο πολύ τις φοβόμαστε. Ετούτες μάλιστα στα λιμάνια.
- Ετούτες είν' οι καλύτερες. Ποιος πήρε ποτές αρρώστια από "σπίτι"; Γιατί τις λένε καθαρές; Γιατί πλένουνται μόλις τελειώσουνε τη δουλειά. Θυμάμαι μια τέτοια, ένα βράδυ στο Λας Βέγκας. Έβγαλα το πουκάμισό μου. Η φανέλα μου η εσωτερικιά ήταν σκισμένη, κουρέλι. Τράβηξα τη γυναίκα να τη χαϊδέψω. "-Στάσου, μου 'πε, μη βιάζεσαι".
Μου 'βγαλε με το ζόρι τη φανέλα κι άρχισε να την μπαλώνει. Όταν την πλήρωσα, κοκκίνισε σα μαθήτρια και μου 'πε κρατώντας τα λεφτά στο χέρι.
"-Άμα δεν έχεις άλλα, δεν πειράζει. Κράτησέ τα κι αν ξαναγυρίσεις, φέρε μου λίγη σταφίδα ελληνική".
Αρνήθηκα και της έδειξα ένα μάτσο λεφτά. "-Τότε, μου 'πε, κάνε μου τη χάρη πάρε μια φανέλα. Αν σ' έβλεπε η μάνα σου σε τέτοιο χάλι, θα 'πιανε τα κλάματα".
Κατάλαβες. Τις άλλες φοβάμαι, τις τίμιες, αυτές που δεν πέφτουνε για λεφτά. Αυτές που ξέρουνε γράμματα. Που τις παντρευόμαστε.
- Εσύ δε θα παντρευτείς;
- Όχι. Φουκαράδες ναυτικοί. Τις είδα τις γυναίκες τους να κατεβαίνουν πριν έρθει το καράβι στο μώλο και να περιμένουν όρθιες στο λιοπύρι ή στη βροχή. Τις είδα να τους αποχαιρετάνε στο σάλπα, βασανισμένες, σακατεμένες από τα ριξίματα, μ' ένα τσούρμο παιδιά να τις τραβάνε από το φουστάνι. Στερημένες. Καταλαβαίνεις. Λείπει ο άντρας. Όταν βρεθεί ο έξυπνος, τις καταφέρνει με το πρώτο. Οι κερατάδες θαλασσοπνίγονται. Ένα σωρό ξέρω, που πήραν αρρώστιες από τις γυναίκες τους. Παράτα με σου λέω.
- Είσαι άδικος, μουρμούρισε μες από τα δόντια του ο Γεράσιμος. Παραμύθια μου αραδιάζεις. Είναι χιλιάδες οι καλές, που σέβονται το ψωμί που τρώνε. Γεννάνε, βαφτίζουν, θάβουνε μοναχές τους. Δε μου λες; όταν λείπουμε πέντε και δέκα χρόνια, τι να σου κάμουνε; Κορμί το λένε.
Ο ασυρματιστής ήπιε μια γουλιά καφέ κι έφτυσε στην παλάμη του.
- Βρήκες τίποτα; Στάσου ν' ανάψω...
- Δε βαριέσαι, μη χαλάς τα σπίρτα. Μύγα με τέτοια ζέστη δε βρίσκεται, μήτε κατσαρίδα. Σκορπιός αποκλείεται να 'ναι, δε θα χώραγε στο φλυτζάνι. Λοιπόν, η μάνα μου είχ' ένα μπάρμπα καπετάνιο. Λεβέντης, πλούσιος, με τέσσερα πλεούμενα. Σαραντάρης, παντρεύτηκε τη Ζαφειριώ. Δεκαοχτάρα, ορφανή, αρχοντοξεπεσμένη. Όμορφη. Έφερε μαστόρους από την Πάτρα κι έκαμε το πατρικό του, παλάτι. Μαόνι και κρύσταλλο. Έμεινε κάμποσο καιρό μαζί της κι έπειτα μπαρκάρησε με το καλύτερό του καΐκι που το 'χε γράψει και βαφτίσει στ' όνομά της. Πήγαινε κι ερχόταν. Ένα χάραμα σαλπάρησε για τη Σαβόνα. Τα μεσάνυχτα, έβαλε κλειδί στην πόρτα του και τη βρήκε καβάλα μ' έναν Καλαματιανό που λάδωνε τα μαλλιά του, τα κατσάρωνε σαν πούστης και γύριζε την Κεφαλλονιά πουλώντας τσίτια και τσατσάρες. Ο λεγάμενος έκανε να πηδήσει από το παράθυρο ξεβράκωτος, μα τον έσυρε από τα μαλλιά πίσω. Η Ζαφειριώ, αλαλιασμένη, έκρυβε το μούτρο με τις παλάμες. Τότες ο μπάρμπας μου έστρωσε τραπέζι για τρεις, άναψε τα καντηλέρια και τις λάμπες, άνοιξε μια μποτίλια πομάρ, χαβιάρι και χοιρομέρι και τους έβαλε με το ζόρι στο τραπέζι. "Φάτε, τους είπε, έχετε ανάγκη από δύναμη."
Η ψυχοπαίδα τους με το νυχτικό φάνηκε στην πόρτα. "Σύρε μωρή σκρόφα κοιμήσου και τσιμουδιά, γιατί θα σου κόψω τον κώλο."
Καθώς κερνούσε, χύθηκε κρασί και χρωμάτισε το ρούσικο λινό τραπεζομάντηλο. Με το βρεμένο του χέρι τους άλειψε το κούτελο. "-Γούρι."
"Κωσταντή, σκότωσέ με καλύτερα τώρα, μα μη με βασανίζεις. Πέταξέ με στο δρόμο, βγάλε ντελάλη να το φωνάξεις, όμως άσε με να ντυθώ."
Μόλις ξημέρωσε, έδιωξε με μια κλωτσιά τον Καλαματιανό, αφού πρώτα του 'κοψε τα δυο μπατζάκια του παντελονιού, ήπιε καφέ και πήγε στον καφενέ, που 'χε ναργιλέ δικό του. Τη νύχτα κοιμήθηκε μαζί της και την άλλη το ίδιο. Ένα μήνα την πήδαγε και μόλις χάραζε, ξεκίναγε για τα χτήματα.
"Κωνσταντή, του 'πε η Ζαφειριώ ένα μεσημέρι, ξεχνάς κάτι λεφτά κάτου από το προσκέφαλο καθημερινά."
"Δεν τα ξεχνάω, της αποκρίθηκε. Πληρώνω πάντα τις πουτάνες που κοιμάμαι μαζί τους."
[...]
Άκου. Αν ποτέ βρισκόμουνα χαρμάνης από τσιγάρο κι από γυναίκα πάνου σ' ένα ξερονήσι και μου λέγαν να διαλέξω ένα από τούτα τα δυο, θα προτιμούσα το τσιγάρο. Το τσιγάρο.
- Κουταμάρες, Κανείς δεν ξέρει τι θα κάνει στην ώρα του.
- Μου 'χει τύχει κάτι σχετικό. Προτίμησα το τσιγάρο σου λέω.
- Από τα λόγια σου καταλαβαίνω πως τις αγαπάς τις γυναίκες, περισσότερο κι απ' ό,τι πρέπει. Μπορεί κάποια να σου 'καμε μεγάλη ζημιά, για τούτο έχεις χολιάσει και μιλάς έτσι. Θα σου περάσει.
- Μπα. Τις αγαπάω βέβαια. Είναι χαρά θεού να τις βλέπεις γυμνές. Όμως να τις πληρώνεις ή να σε πληρώνουνε. Ο πιο σωστός τρόπος.
[...]
Σιχάθηκα πάντα κείνα τα σάπια λόγια. "Άφησε με... δε θέλω... Πες μου πρώτα πως μ' αγαπάς... πως δε θα φύγεις ποτέ". Κι άμα τελειώσεις, να μην μπορείς να το σκάσεις αμέσως. Να 'σαι υποχρεωμένος να την παρηγορήσεις, σαν να την είχες δείρει, να την είχες προσβάλει. Αναγούλα. Μαθήματα πήρα πάντα, μόνο απ' αυτές που λέμε δημόσιες.
[...]
Για να τελειώνουμε. Ήμουνα με τον "Πολικό". Από τον Πειραιά για Σαλονίκη. Όξω από την δεσπέτζα, πάνου στο σεντουκάκι της, καθότανε μια τέτοια. Άσκημη σαν το χρέος. Ένας ναύτης τη διπλάρωσε από νωρίς. "Θα 'χουμε θάλασσα, να σε βάλω κάπου να ξαπλώσεις."
"Όχι". Της πήγε ένα πιάτο φαΐ το βράδι. "Δε θέλω".
Τα μεσάνυχτα ξαναπήγε κοντά της. "Τσιγάρο;"
"Όχι, μωρέ τράγο, αφού βλέπεις πως φουμάρω. Πάρτο απόφαση. Δε στο δίνω. Έφυγα από τα Βούρλα και πάω για το Βαρδάρι. Αν σ' αρέσω, έλα κει πέρα. Όχι εδώ. Γυρεύεις μωρέ ποτέ σου από το μπακάλη τυρί, την Κυριακή που τονε συναντάς στο δρόμο; Άντε πήγαινε να βρεις καμιά πρωτοθεσίτισσα. Ξεφορτώσου με."
Την ίδια ώρα, στην καμπίνα του καπετάνιου, τα 'χε σηκώσει σαν τ' αυτιά του λαγού, μια κυρία που τη σεβόταν όλος ο κόσμος στον τόπο της, με τέσσερα παιδιά κι άντρα λεβέντη. Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, που 'χουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει. Ζουν στα μπορντέλα, τις λέμε δημόσιες. Τις άλλες που 'ναι απόξω, πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου