Πῶς τὸ εἶχε πάθη, νὰ καταντήση σχεδὸν τρελός, κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι τοῦ εἶχε προέλθει ἀπὸ ἔρωτα· ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι, ὅταν ὑπηρέτει ὡς κληροῦχος εἰς τὸ πολεμικὸν ναυτικόν, ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου, διὰ μικρὸν πταῖσμα τοῦ εἶχεν ἐπιβάλῃ ὑπερμέτρως σκληρᾶν καὶ βάρβαρον τιμωρίαν· ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ἡ ἰδία ἡ μάνα του τὸν εἶχε τρελάνη, μὲ τὶς στριγλιὲς καὶ μὲ τὶς βλασφήμιες της.
Ἐπήγαινεν ἀνάμεσα γιὰ χταπόδια ἢ γιὰ ψάρια μὲ τὶς βάρκες. Ἂν τοῦ ἔδιδαν μερίδιον ἀπὸ τὴν ἄγραν, τὸ ἔπαιρνε, ἂν δὲν τοῦ ἔδιδαν, δὲν ἐζήτει. Ἡ μητέρα του ἔτρεχε μὲ τὶς φωνὲς εἰς τὰ σπίτια τῶν ψαράδων, κ᾿ ἐζητοῦσε διὰ τῆς βίας τὸ μερίδιον· ἐφώναζεν ὅτι ἀδικοῦσαν τὸ παιδί της - ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ γῆς νὰ τοὺς εὕρῃ! Ἡ γυναῖκα τοῦ βαρκάρη μὲ ὅρκους διεμαρτύρετο ὅτι δὲν ἔβγαλεν ὁ ἄνδρας της ψάρια· οὔτε γαρίδα! Ἡ μητέρα τοῦ Ζάχου δὲν τὰ ἐπίστευεν αὐτά, ἐπειδὴ πολλάκις εἶχε καῆ ἡ γοῦνα της!
Αὐτὴ ἡ ἰδία τὸν ἐβίαζε νὰ πηγαίνῃ μὲ τὶς βάρκες· αὐτὴ τὸν ἠνάγκαζε νὰ πάῃ νὰ σκάψῃ τ᾿ ἀμπέλι – γιατί δὲν εἶχε νὰ πληρώσῃ μεροκάματα· αὐτὴ τὸν ὑπεχρέωνε νὰ κάμνῃ ὅλες τὶς δουλειές. Ἐκεῖνος ὑπέκυπτεν εἰς τὴν θέλησίν της τὴν ὑπερτέραν, ὡς νὰ ἦτον ἀκόμη παιδίον. Καὶ ἦτον ὡς εἰκοσιπέντε ἐτῶν. Τὸν περισσότερον καιρόν, ὅταν δὲν εἶχε δουλειά, ἢ ὅταν δὲν τοῦ εἶχεν εὕρῃ δουλειὰ ἡ μητέρα του, τὸν ἐπερνοῦσε καθήμενος ἐπάνω εἰς μίαν πεζούλαν, ἀντικρὺ εἰς τὸ παραθυράκι τῆς κουζίνας τοῦ νέου δημάρχου. Ὁ νέος δήμαρχος ἦτον ἄγαμος, καὶ εἶχεν ἀναλάβη ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν πτερύγων του τὴν δασκάλισσαν, ὡς ξένην καὶ ἀπροστάτευτον νέαν, ἥτις ἐκατοικοῦσεν ἀντικρὺ τῆς οἰκίας του ἀπὸ τὸν ἐπάνω δρόμον, παράλληλον τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς, πρὸς τὴν ὁποίαν ἔβλεπεν ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν ἡ οἰκία τοῦ δημάρχου. Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὰ παράθυρα τῆς νεαρᾶς δασκάλας καὶ ἀντικρὺ τῆς δημαρχικῆς οἰκίας, ἐκάθητο ὁ Ζάχος μονοτόνως ἐπὶ ὥρας, κ᾿ ἔπαιζε μονότονους ἤχους, σχεδὸν ἄνευ ρυθμοῦ καὶ μέλους μὲ τὸ μπουζοῦκι του. Ἐκεῖ, τὸ δειλινὸν θερινῆς ἡμέρας, ἔμελπε τὸ ᾆσμα·
Κρέμετ᾿ ἡ καπότα στὴν ἀλυγαριά·
ντέρτι καὶ μαράζι κι᾿ ἀναπαραδιά!
Μὲ τὸ ᾆσμα τοῦτο, καὶ ἂν ἐζήτει νὰ ἑλκύσῃ τὴν προσοχὴν τῶν νεαρῶν γειτονισσῶν, ἀκριβῆ συνείδησιν δὲν εἶχε τοῦ πράγματος ἀλλὰ μᾶλλον, Σαοὺλ ἅμα καὶ Δαυὶδ εἰς τὸν ἐαυτόν του, ἐπροσπάθει διὰ τῆς μουσικῆς ταύτης νὰ διασκεδάσῃ τὴν ἰδίαν τρέλαν του.
Πλὴν τότε, καθὼς εἶχεν ἀρχίσει νὰ τονίζῃ τὸ ἄχαρι ᾆσμα, μόλις παρήρχοντο ὀλίγα λεπτά, καὶ ἠκούετο φοβερὰ ὀξεῖα φωνὴ ἀπὸ τὸ πέραν μπαλκόνι, ἀπὸ τὴν ἄκρην τῆς σειρᾶς, πέντε ἢ ἐξ σπίτια πάρα-πέρα, πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος.
- Ἔ! σκασμός! ...ἔλα γλήγορα!... Ἡ βάρκα καρτερεῖ...
Ὁ Ζάχος καταρχὰς δὲν ἔδιδε προσοχήν, ἢ μᾶλλον δὲν ἀντελαμβάνετο εὐκρινῶς, κ᾿ ἐξηκολούθει νὰ παίζῃ τὸ μπουζοῦκι του. Ἦτο δειλινόν, καὶ ἦτον γλυκεῖα δροσίτσα εἰς τὸ μπογάζι ἐκεῖνο τοῦ δρομίσκου. Μὲ τὸ ᾆσμα του ἐβαυκάλιζε τὸν μεσημβρινὸν ὕπνον τῆς δασκάλας, ἥτις εἶχε κάμῃ ἐξετάσεις καὶ ἀπήλαυε τὴν ἄνεσιν τῶν διακοπῶν, καὶ μὲ τὸ ᾆσμα του, ὡς μὲ κέλευσμα, συνώδευε τὰ πλυσίματα τῶν πιάτων, τὰ σφουγγαρίσματα, καὶ ὅλα τ᾿ ἀνεβοκατεβάσματα τῆς Ἀμέρσας, τῆς θεραπαινίδος τοῦ δημάρχου, ἡ ὁποία ξυπόλυτη, ξεσκούφωτη, ξεκάλτσωτη, ἔκαμνε τὶς δουλειές της, καὶ δὲν ἐφαίνετο νὰ δίδῃ προσοχὴν εἰς τὸ ᾆσμα καὶ εἰς τὸν τραγουδιστήν. Κατεδέχετο μόνον νὰ γελᾷ ἐνίοτε, ὅταν ἄλλες γειτόνισσες ἐπείραζαν διὰ λόγων τὸν Ζάχον. Αὐτὴ δὲν τοῦ εἶχεν ἀποτείνῃ ποτὲ τὸν λόγον.
- Ἄχ! Ζάχο μου, Ζάχο! ἔλεγεν ἡ Ἀκρίβω ἡ Ἀνυφαντίνα. «Ὅποιος θέλῃ ν᾿ ἀγαπήσῃ, θέλει νὰ χασομερήσῃ! ...». Κ᾿ ἐσένα, ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ χασομερήσῃς ἡ προκομμένη ἡ μάνα σου!
Δευτέρα φωνὴ ἤρχετο ἀπὸ τὸ πέραν μπαλκόνι. Ἡ Ζωγάρα, ἡ μητέρα τοῦ Ζάχου, ἐξηκολούθει νὰ φωνάζῃ:
- Βρὲ σύ, τίνος τὸ λέω;... Θὰ τσακιστῆς ἀπὸ κεῖ γλήγορα ἢ θὰ ῾ρθω νὰ σοῦ κάμω τὰ μοῦτρα σου... μαῦρα σὰν τὸ μπουζοῦκι!...
Ὁ Ζάχος εἰς ἀπάντησιν ἐγέλα τὸν γέλωτά του, τὸν σκαιὸν καὶ θλιβερόν. Ἡ φωνὴ τῆς μητρός του δὲν ἐπενήργει ἐπ᾿ αὐτοῦ μακρόθεν. Ἀλλ᾿ ἡ παρουσία της πλησίον ἦτον ἐξόχως ἐπιβάλλουσα.
Ἦτον Αὔγουστος μήν, καιρὸς ποὺ λαμβάνουν τὰ μέτρα τους οἱ ἄνθρωποι, ὅσοι μιμοῦνται τὸν μύρμηκα, ὄχι τὸν τέττιγα, καὶ θέλουν νὰ ξεχειμωνιάσουν. Ἡ Ζωγάρα εἶχε διαθέσει ἤδη τὸν υἱόν της, τὸν εἶχεν ἐνοικιάσει, τὸν εἶχε βάλη εἰς ἀγῶγι. Μεγάλες βάρκες θὰ ἔπλεαν πρὸς ξύλευσιν καὶ μεταφορὰ καυσόξυλων ἀνὰ τὰς ἔρημους ἀκρογιαλιᾶς, μακρὰν τοῦ λιμένος, κάτω ἀπὸ τοὺς πευκῶνας καὶ τοὺς δρυμοὺς τῆς νήσου. Εἰς μίαν ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς βάρκες ἡ Ζωγάρα εἶχε στρατολογήσει τὸν Ζάχον. Τῆς ἐχρειάζοντο καυσόξυλα διὰ τὸν χειμῶνα.
Σὰν εἶδεν ἡ Ζωγάρα, ὅτι ὁ υἱός της εἶχε κωφεύσει εἰς τὰς δυὸ προσκλήσεις της, ἐπῆρε μίαν μακρὰν στραβολέκαν ἢ μαγγούραν τὴν ὁποίαν εἶχε διὰ στήριγμα εἰς τὰς ἐκδρομᾶς της ἀνὰ τοὺς ἀγρούς - χρησιμεύουσαν προσέτι καὶ διὰ νὰ φθάνῃ τὰ σῦκα εἰς τὰ ξεκλώναρα τῶν δένδρων, τῶν ἰδικῶν της, καθὼς καὶ τῶν γειτονικῶν, ὅσα εὑρισκόμενα παρὰ τὸ σύνορον ἐσκίαζον τὸ ἀμπέλι τὸ ἰδικόν της- καὶ κατέβη εἰς τὸν δρόμον. Ὀλίγα βήματα, κ᾿ εὑρέθη πλησίον τοῦ Ζάχου.
- Γκρεμοτσακίσου τώρα, κι᾿ ἄφσε τὸ μπουζοῦκι σου! ... Νὰ κάθωνται τρεῖς νομάτοι νὰ σὲ καρτεροῦν ἐσένα! ... Θὰ πᾶς γιὰ ξύλα, τώρα, εἴπαμε!... Αὐτὸ δὰ εἶνε κοντὰ στὸ νοῦ!...
Ὁ Ζάχος, σὰν εἶδε τὴν μητέρα του, εἶδε καὶ τὴν μαγγούραν, ἤκουσε καὶ τὴν φωνήν της πλησίον ἐκεῖ, ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ μπουζοῦκι του, κ᾿ ἔφυγε τρέχων. Ἐπῆγε στὸ σπίτι, ἐφόρεσε τὰ ροῦχα «τῆς φωτιᾶς», ἐπῆρε τὸ ζεμπίλι του καὶ τὰ ἐφόδια καὶ τὰ σύνεργα, ἀξίνην καὶ κλαδευτήρι κτλ., τὰ ὁποῖα εἶχεν ἕτοιμα ἡ μάνα του, κ᾿ ἐπήγε νὰ τῆς φέρῃ ξύλα διὰ νὰ ζεσταίνεται τὸν χειμῶνα.
*
* *
Ἔλεγαν πῶς τὸν εἶχε τρελάνει ἡ μάνα του!... Αὐτὸ τὸ παιδὶ τῆς εἶχε μείνη μόνον... Δυὸ ἄλλοι υἱοί της εἶχον ξενιτευθῆ εἰς τὴν Ἀμερικήν, εἰς τὸν Εἰρηνικὸν Ὠκεανόν, εἰς τὴν Πολυνησίαν... Εἶχε στείλη γράμματα εἰς προξένους καὶ εἰς ἀρχάς, εἰς τὰς ἀστυνομίας τῶν ἀμερικανικῶν πόλεων τοῦ Σικάγου καὶ τῆς Φιλαδελφείας... Δυὸ ἢ τρεῖς ἄλλοι «σουρτούκιδες», υἱοὶ ἄλλων μητέρων, εἶχον ἀνευρεθῆ ἄλλοτε μὲ τὸν τρόπο αὐτόν. Ἀλλ᾿ οἱ υἱοὶ οἱ δικοί της δὲν ἀνεκαλύφθησαν πουθενά. «Μήτε γράμμα μήτε ἀπολογία». Οὔτε φωνὴ οὔτε ἀκρόασις.
Ὁ κόσμος ἔλεγεν, ὅτι αὐτὴ μὲ τὴν ἀστοργίαν της τοὺς εἶχεν ἀποξενώσει, αὐτὴ τοὺς εἶχε κάμῃ νὰ σουρτουκέψουν. Εἶχε δυὸ θυγατέρας, καὶ ἦτον χήρα, καὶ οἱ υἱοί της τὴν εἶχαν παραιτήσει, κ᾿ ἔκλαιε καὶ ὠδύρετο, κ᾿ «ἐψήλωνεν ὁ νοῦς της»! ...Πῶς θὰ τὰς ὑπανδρεύση, πῶς θὰ τὰς ἀποκαταστήση! ... Καὶ τὰς ἐβλασφήμει, καὶ τὰς κατηρᾶτο, νὰ μὴν εἶχαν ποτὲ γεννηθῆ, νὰ μὴ σώσουν νὰ πᾶνε παραπάνω!...
Καὶ τὰς ὑπάνδρευσε καλά... Τὰς ἐστόλισε καὶ τὰς ἐστεφάνωσε, τὴν μίαν κατόπιν τῆς ἄλλης... καὶ τὰς ἐσκέπασε καὶ τὰς ἐκουκούλωσε μὲ τὸ χῶμα... «Πῆραν τὴν πλάκα πεθερά», πῆραν τὸ μνῆμα προῖκα, τὸ μαῦρο χῶμα σύντροφο!...
Τὰ δυὸ κορίτσια, ὡς φαίνεται, εἶχαν γείνη φθισικά, καὶ ἀπέθαναν ὅπως εἶχαν γεννηθῆ ἡ μία δεκαοκτὼ μῆνας κατόπιν τῆς ἄλλης... Κ᾿ ἔτσι ἡ μάνα τους δὲν εἶχε πλέον καϋμόν, πῶς θὰ τὰς ὑπάνδρευεν...
Ἔλεγεν ὁ κόσμος ὅτι αὐτὴ τὰς εἶχε ψωμοφάγη μὲ τὴν γρίνια, μὲ τὴ στριγλιά της, μὲ τὶς βλασφημίες καὶ τὶς κατάρες... Κ᾿ αἱ δυὸ κόραι ἐτάκησαν κ᾿ ἐμαράνθησαν, κ᾿ ἐκοιμήθησαν βαθειὰ εἰς τὸν τάφον, καὶ δὲν ἦτο φόβος πλέον νὰ τῆς ζητήσουν προικιά! ... Κι᾿ αὐτὴ τὰς ἐμακάριζε, διότι ἐπῆγαν, ἀθῷες, εἰς τὸν Παράδεισον.
Τῆς εἶχε μείνη μόνον αὐτὸς ὁ υἱός, ὁ Ζάχος, τὸν ὁποῖον αὐτὴ ὠνόμαζεν «ὁ ζουρλός, ὁ ἀχαΐρευτος!» Καὶ τὸν ἔστελλε διὰ νὰ κάμνῃ ὅλας τὰς ἀγγαρείας, καὶ νὰ τῆς φέρῃ καὶ ξύλα.
Ἅ! αὐτὸς ποτὲ δὲν θὰ τῆς ἐζήτει προικιά.
Ἡ μόνη προῖκα του ἦτον αὐτὸ τὸ μπουζοῦκι, μὲ τὸ ὁποῖον, μελαγχολικὸς Σαούλ, ἄχαρις Δαυίδ, διεσκέδαζε τὴν τρέλαν του... Πλειὰ αὐτὸ τὸ ἔρμο τὸ μπουζοῦκι ἡ μάνα του τὸ εἶχεν «ἀγκάθι στὰ μάτια της», κ᾿ ἐσκέπτετο καμμίαν ἡμέρα νὰ τοῦ τὸ πετάξῃ, νὰ τὸ σφενδονήσῃ ἐκεῖ πού, ἂν ἤθελε, ἂς ἐπήγαινε νὰ τὸ εὕρισκε!
Ἐπίστευεν ὅτι αὐτὸ ἐμπόδιζε τὸν Ζάχον νὰ εἶνε προκομμένος, καὶ τὸν ἔκαμνε ἀνίκανον νὰ ἐκτελῇ ὅλας τὰς ἀγγαρείας ποὺ ἤθελεν αὐτή.
Τὸ εἶχε κρύψει μίαν φορὰν ἢ δυό. Ἐδίσταζε νὰ τὸ πετάξη ὅλως διόλου, ἢ νὰ τὸ σπάσῃ καὶ νὰ τὸ καταστρέψῃ... Ἴσως νὰ ἦτο καλὸν διὰ τὴν Κυριακὴν καὶ τὰς ἑορτὰς· ὄχι νὰ κάθεται τὰς καθημερινᾶς τὸ δειλινὸν τὴν ὥραν ποὺ ἡ Εὔα ἐκρύβη εἰς τὸν Παράδεισον σὰν ἐκροτίσθη μὲ τ᾿ αὐτιά της – καὶ νὰ τραγουδῇ τὴν «καπότα στὴν ἀλυγαριά» ἀντικρὺ στὰ παράθυρα τοῦ δημάρχου, διὰ νὰ γελοῦν μαζύ του ἡ δασκάλισσα, κ᾿ ἡ Ἀκρίβω ἡ Ἀνυφαντίνα, κ᾿ ἡ Ἀμέρσα, κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ δήμαρχος! Τὸ εἶχε κρύψει, λοιπόν, (διὰ νὰ μὴν τὸ παρακάνῃ) κάτω εἰς τὸ κατώγι τοῦ σπιτιοῦ, τὴν μία φορὰν μέσα εἰς ἕνα πιθάρι ἄδειο, μὲ σπασμένον στόμιον, καὶ τὸ στόμιον τὸ ἐκάλυψε μ᾿ ἕνα κόσκινον· τὴν ἄλλην φορὰ ἀνάμεσα εἰς τὰ καυσόξυλα, ὑποκάτω εἰς τὸν σοφᾶν, εἰς τὸ σκότος καὶ εἰς τὴν ὑγρασίαν.
Ἀλλὰ καὶ τὴν μίαν καὶ τὴν ἄλλην φορὰ ὁ Ζάχος ἔψαξε, τὸ ηὖρε, ἐγέλασε μέγαν γέλωτα παράφρονος χαρᾶς· τὸ ἐπῆρε πάλιν, καὶ τῆς ἔφυγε, καὶ ἤρχισε «νὰ τὸ ρίχνῃ ἔξω», καὶ νὰ τραγουδῇ τὴν «καπότα στὴν ἀλυγαριά».
Τέλος τὴν ἡμέρα ἐκείνην κατώρθωσεν αὐτὴ νὰ τὸν φέρῃ εἰς θεογνωσίαν, καὶ τὸν ἐκατάφερε νὰ πάῃ νὰ τῆς κουβαλήσῃ καυσόξυλα, διὰ νὰ ἔχῃ νὰ ζεσταίνεται τὸν χειμῶνα.
*
* *
Σιμὰ εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα, ὁ κόσμος τὴν εἶχε διὰ «γρουσοῦζα» διὰ «γουρνοπόδαρη». Ἦτον ἀπαισία. Ἅμα ἐπρόκειτο ν᾿ ἀποπλεύσῃ καμμία βάρκα ἢ κανένα καΐκι καὶ ὁ καραβοκύρης ἢ οἱ σύντροφοι τὴν συνήντων εἰς τὸν δρόμον, ἐγύριζαν ὀπίσω καὶ ἀνέβαλλον τὴν ἀναχώρησιν.
Ὅταν συνοδία τις ἦτον ἑτοίμη ν᾿ ἀναχωρήσῃ εἰς ἐξοχικὴν ἐκδρομήν, καὶ τὴν εὕρισκε καθ᾿ ὁδόν, ἔμενε, δὲν ἀνεχώρει. Ἐὰν ἐξεκίνει τις δι᾿ ἐμπορικὴν ἢ ἄλλην ἐπιχείρησιν, ἀλλοίμονον ἂν τὴν εὕρισκεν ἐμπρός του!
Ὅταν ἐπρόκειτο περὶ ἀρραβῶνος ἢ γάμου, καὶ ἡ πεθερὰ ἢ ἡ γυναικαδέλφη τὴν εὕρισκε μπροστά της, καὶ αὐτὴ τῆς ηὔχετο «ὧρες καλές!» ὤ! οἱ ὧρες ἐκεῖνες ἐγίνοντο κακὲς ὧρες, κ᾿ ἐσήμαινον ὅτι δὲν ἦτον «κεσμέτι» νὰ γείνῃ τὸ μελετώμενον συνοικέσιον!
Ὅταν μετὰ δυὸ ἡμέρας ἐπέστρεψεν ὁ Ζάχος ἀπὸ τὰ ξύλα, ἀφοῦ τὰ ἐξεμβαρκάρισαν, κ᾿ ἐκουβάλησε κι᾿ αὐτὸς τὸ μερίδιόν του, - ἡ μητέρα του ἐφρόντισε νὰ εἶνε παροῦσα, καθὼς θὰ ἔλεγεν ἡ γείτων δασκάλα, εἰς ὅλον τὸ ξεμβαρκάρισμα καὶ τὸ μοίρασμα, διὰ νὰ μὴν γελάσουν τὸν Ζάχον καὶ τοῦ δώσουν μισὸ μερδικό- κ᾿ ἐγέμισε τὸ κατώγι τοῦ σπιτιοῦ τῆς μητέρας του, ἠσθάνθη τὴν ἀνάγκην τῆς ἀναψυχῆς, καὶ «τὸ ἔριξε» χειρότερα ἔξω, αὐτὸς καὶ τὸ μπουζοῦκι του.
Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, ὄχι μόνον παρήκουσεν εἰς τὰς διαταγᾶς τῆς μητρός του, ἀλλ᾿ οὔτ᾿ ἐπαρουσιάσθη εἰς τοὺς ὀφθαλμούς της. Εἶχε δραπετεύσει, εἶχε ξεπέσει εἰς ἄλλην γειτόνων, ὅπου «δὲν ἔφθανεν ἡ χάρη της». Αὐτὴ τὸν ἐκυνηγοῦσε, καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὸν συμμαζώξῃ, δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὸν ἀνακάλυψῃ.
Οὔτε ἦλθεν εἰς τὴν οἰκίαν διὰ νὰ κοιμηθῇ τὴν νύκτα. Ἐκοιμάτο, αὐτὴ δὲν ἤξευρε πού, εἰς μικροκαπηλεία, εἰς τὸν Ἀπάνω Μαχαλᾶ, ἢ εἰς τὸ ὕπαιθρον.
Μερικοὶ εὔθυμοι νέοι, ὁποὺ ἔκαμνον θόρυβον εἰς τὶς γειτονιὲς τὴν νύκτα, τὸν εἶχαν κάμῃ «παρέα», καὶ τὸν ἔσερναν μαζύ τους, διὰ νὰ τοὺς παίζῃ τὴν «καπότα στὴν ἀλυγαριά», καὶ ἄλλα τραγούδια. Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας καὶ δυὸ νύκτας αὐτὸς συνδιητάτο καὶ συνηγελάζετο μαζύ τους. Ἐφαίνετο ὅτι ἡ συντροφιὰ ἐκείνη τὸν ἔτρεφε μὲ λωτόν, ὅτι τὸν ἐπότιζε τὸ ὕδωρ τῆς Λήθης κ᾿ ἐξέχασεν, ὁ πτωχός, τὴν μητέρα του.
Τότε ἡ Ζωγάρα ἔγεινε σκύλα, ἔγεινε τούρκα, μετενόησε πικρῶς διατὶ νὰ μὴν τὸ ἔχῃ σπάσει, διατὶ νὰ μὴν τὸ ἔχῃ κάψει στὴν ἑστίαν της μίαν ἡμέραν χειμερινὴν τὸ μπουζοῦκι τοῦ υἱοῦ της, ἀφοῦ τοῦτο, ὡς τῆς ἐφαίνετο, τὸν ἔκαμνε νὰ χάνῃ τὰ μυαλά. Ἐν τῷ θυμῷ της, δὲν ὑπέφερεν αὐτὴ νὰ χολοσκάνῃ καὶ νὰ βράζῃ ἐπὶ πολύ, ὅπως ἄλλαι γυναῖκες, μέσα της, ἀλλὰ προέβη εὐθὺς εἰς γενναίαν ἀπόφασιν.
Τὸ κατάστημα τῆς τότε νεοϊδρύτου στρατιωτικῆς ἀστυνομίας ἐτύγχανε νὰ εἶνε γειτονικόν, πλησίον εἰς τὴν οἰκίαν της. Ἰδοῦσα δυὸ νεαροὺς χωροφύλακας παρὰ τὴν θύραν τοῦ στρατῶνος, ἐπλησίασε καὶ τοὺς λέγει:
- Δὲν κάνετ᾿ ἕνα ἔλεος, παιδιά, ἔτσι νὰ σᾶς δεχτοῦν μὲ τὸ καλὸ οἱ μανάδες σας - νὰ πᾶτε νὰ βρῆτε κεῖνον τὸ γυιό μου, τὸν παλαβό, νὰ τοῦ πάρετε κεῖνο τὸ μπουζοῦκι ἀπ᾿ τὰ χέρια του;...
- Τὸ μπουζοῦκι, εἶπες κυρά; ἠρώτησεν ὁ ἕνας.
- Κεῖνο τὸ μπουζοῦκι! ... ἔτσι νὰ σᾶς χαροῦν οἱ μανάδες σας! ... Γιατί σουρτούκεψε καὶ μουρλάθηκε, κ᾿ ἔχασε τὸ μυαλό του... καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸν μαζώξω! ... ὅλο ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μπουζοῦκι...
- Καλὰ κυρά.
Οἱ δυὸ νεαροὶ χωροφύλακες μόνον ἀφορμὴν ἐζήτουν. Τὸ ν᾿ ἁρπάσουν δυὸ ἔνοπλοι ἓν πρᾶγμᾳ ἀπὸ τὰς χεῖρας ἑνὸς ἀόπλου, δυὸ φρόνιμοι ἓν μουσικὸν ὄργανον ἀπὸ τὰς χεῖρας τρελοῦ, ἀκινδύνου μάλιστα τρελοῦ, εἶνε τόσον εὔκολον καὶ τόσον διασκεδαστικόν.
*****
Κ᾿ ἔτσι τὸ βράδυ ἐκεῖνο ὁ Ζάχος εὑρέθη χωρὶς μπουζοῦκι...
Ἔχασε τὸ ὄργανόν του ὁ πτωχὸς τρελός, ὁ ὑποχονδριακὸς Σαούλ, ὁ ἀτερπὴς Δαυίδ, καὶ τώρα κλαίει, ἄνευ ρυθμοῦ καὶ μέλους, κλαίει μέσα του τὴν συμφοράν του, τὴν ὁποίαν πικρῶς μισοαισθάνεται.
Δὲν εἶχεν ὑπάγει εἰς τὸν Εἰρηνικὸν Ὠκεανὸν διὰ νὰ εὕρῃ τοὺς δυὸ ἀδελφούς του, καὶ δὲν κατῆλθεν ὑπὸ τὴν κρύαν πλάκα εἰς τὴν μαύρην γῆν, διὰ νὰ συναντήσῃ τὰς δυὸ ἀδελφάς του. Ἔμεινε κτῆνος ἄμουσον καὶ ἄχαρι εἰς τὴν ὑπακοὴν τῆς μητρός του, διὰ νὰ τῆς κουβαλῇ ξύλα, ὅσον βαστοῦν οἱ πλάτες του! Καὶ ὡς πόσα θὰ τῆς κουβαλήσῃ ἀκόμα! Καὶ ὡς πόσους χειμῶνας θὰ ζεσταίνεται αὐτή!
Μόνον μίαν ἡμέραν, τῆς εἶπε μὲ ἦθος πολὺ ταπεινόν.
- Δὲν λές, μάνα, τῆς Ἀκρίβως, νὰ πῇ τῆς Ἀμέρσας, νὰ πῇ τῆς δασκάλας, νὰ πῇ τοῦ δημάρχου, κι ὁ δήμαρχος νὰ πῇ τοῦ ἀστυνόμου, κι ὁ ἀστυνόμος νὰ διατάξῃ τοὺς χωροφυλάκους, νὰ μοῦ δώσουν τὸ μπουζοῦκι μου πίσω!
Ἔβλεπε τάχα, ὡς τρελός, τὴν ἱεραρχικὴν ἅλυσιν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐφαίνοντο νὰ εἶνε δεμένοι ὅλοι οἱ φρόνιμοι; Καὶ ἠσθάνετο ὅτι αὐτὸς δὲν ἦτο ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὴν περίσφιγξιν τῆς ἁλύσεως ταύτης;
Τὶς ἔμαθεν ἂν τοῦ ἀπέδωκαν ποτὲ τὸ ἄχαρο μπουζοῦκι, τὸ ὄργανον τῆς παρηγορίας του;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μετὰ καιρὸν ἐγνώσθη ὅτι ὁ εἷς τῶν δυὸ νεαρῶν χωροφυλάκων εἶχε μετατεθῆ καὶ ἔλαβε φύλλον πορείας. Ἐνῷ οὖτος ἔμελλε νὰ ἐπιβιβασθῇ εἰς πλοῖον διὰ ν᾿ ἀπέλθῃ εἰς τὴν Στερεάν, μεγάλη ἔρις καὶ λογομαχία ἤναψε μεταξὺ τῶν δυὸ ὁμοσκήνων περὶ τῆς κατοχῆς τοῦ μπουζουκιοῦ. Ὁ φεύγων ἐπέμενε νὰ τὸ πάρῃ μαζύ του, ὁ μένων ἤθελε νὰ τὸ κρατήσῃ. Ὁ δεύτερος ἐκράτη τὴν κεφαλὴν τοῦ ὀργάνου, ὁ πρῶτος ἐτράβα τὴν οὐράν. Οὗτος ἦτον λίαν θυμώδης καὶ πείσμων, καὶ σφόδρα ἐξαφθεῖς ἔκραξε:
- Τὸ σπάζω καλλίτερα! ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸ ρίχνω, ὄχι!... θὰ τὸ κράτησης ἐσύ! ...
Καὶ ἀμ᾿ ἔπος ἀμ᾿ ἔργον. Ὁ νεαρὸς οὖτος χωροφύλαξ ὠμοίαζε μὲ τοὺς αἱρετικούς, οἵτινες, διότι τοὺς ἐξέφυγεν, ἐπάνω εἰς τὴν σειρὰν τῆς διαλεκτικῆς των, μία κακοδοξία, ἐννοοῦν νὰ ἐμμείνουν μέχρι θανάτου εἰς αὐτήν, διὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν φήμην ὅτι εἶνε ἀλάνθαστοι.
Κατ᾿ ἀρχάς, μᾶλλον ἡμιαστειευόμενος καὶ ἡμιωργισμένος, ἐξέφερε τὴν ἀπειλὴν ταύτην, εἶτα, διὰ νὰ μὴ φανῇ ὅτι ματαίως ἠπείλει, ἠθέλησε νὰ πραγματοποιήσῃ τὴν ἀπειλήν. Διὰ σφοδροῦ κινήματος, ἀπέσπασε τὸ ὄργανον ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἄλλου, χαλαρωθείσας πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὴν ἀπορίαν μεθ᾿ ἧς ἐκεῖνος ἐκύτταζε τὸν σύντροφόν του, καὶ διὰ τοῦ ἀνοικτοῦ παραθύρου τὸ ἐσφενδόνισεν ἔξω.
Κάτωθεν ἀκριβῶς τοῦ παραθύρου τοῦ πατώματος, ἦτο τὸ σιδηρόφρακτον παράθυρον τοῦ ἰσογαίου, τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευεν ὡς κρατητήριον. Μία προβατίνα βαθύμαλλος, μὲ τὰ δυὸ ἀρνιά της, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν ἀνάγκην νὰ δεθοῦν διὰ νὰ μὴ φύγουν, ἦτον δεμένη ἀπὸ τὰ σίδερα τοῦ παραθύρου τούτου, ὁδηγηθεῖσα ἐκεῖ ὑφ᾿ ἑνὸς τῶν ἀγροφυλάκων ἴσως. Τὸ μπουζοῦκι, καθὼς εἶχεν ἐκσφενδονισθῆ, περιεστράφη ἐπὶ στιγμὴν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ εἶτα ἔπεσεν ἀκριβῶς ἐπάνω εἰς τὴν πολύμαλλον ράχιν τῆς προβατίνας, ἥτις ἐβέλασε θρηνωδῶς. Τὸ ὄργανον, ἐταλαντεύθη πρὸς στιγμὴν ἐκεῖ ἐπάνω, ἠμβλύνθη ἡ ὁρμὴ τῆς πτώσεώς του, κ᾿ ἔπεσεν εἰς τὸ ἔδαφος τόσον μαλακά, ὥστε δὲν ἔπαθε τίποτε.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἓν δεκαετὲς παιδίον, ὁ μικρὸς Ἀλέξης τῆς Βάσως, τῆς γειτόνισσας, διήρχετο τρέχον ἔμπροσθεν τοῦ στρατῶνος. Εἶχε ἀκούσει τὴν ἱστορίαν τοῦ μπουζουκίου καὶ ἠγάπα πολὺ τὸν Ζάχον, ὅστις ἦτο καὶ αὐτὸς ἓν μέγᾳ παιδίον. Καθὼς εἶδε τὸ ὄργανον νὰ πέσῃ, ἐπλησίασεν, ἔκυψε, τὸ ἤρπασεν, ἔτρεξε πάραυτα εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Ζωγάρας, κ᾿ ἐφώναξε τὸν Ζάχον:
- Νά!... ἔλα πάρε τὸ μπουζοῦκι σου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου