Ω γιε μου εσύ! μοναχογιέ, που ίσαμε χτες ακόμα
μου ζέσταινες τα γόνατα με μικρό σου σώμα.
τώρα μού ανοίγεις τα φτερά και φεύγεις μακριά μου
κι αφήνεις το σπιτάκι μας κι αφήνεις τα φιλιά μου.
Τι γρήγορα μεγάλωσες! και πως να το πιστέψω
πως ήρθε κιόλας ο καιρός για να σε ξενιτέψω,
εσέ, που λίγο να στραφεί στα πίσω ο λογισμός μου,
σε βλέπω να γοργοπερνάς αδιάκοπα από μπρος μου
με το αναμμένο, απʼ το τρεχιό, γλυκό σου προσωπάκι
και το κοντούλι, ναυτικό, λινό φορεματάκι.
Και τώρʼ ακόμα, ψάχνοντας με δακρυσμένα μάτια,
της παιδικής ζωούλας σου ξεθάβω τα κομμάτια.
Και βρίσκω βόλους με χαρτιά μαζί και με βιβλία,
και βρίσκω από το χέρι σου ζωγραφισμένα πλοία,
τα πλοία που ελαχτάριζες μακριά για να σε φέρουν
στις χώρες που είναι όνειρο, στις χώρες που μαγεύουν
κάθε παιδιού τη νέα καρδιά, που όλο ποθεί και θέλει
να ιδεί, νʼ αγγίξει, να γευτεί της γης όλο το μέλι!
Την άγια θύρα της ζωής τρεμάμενη σου ανοίγω
και κρύβω τη λαχτάρα μου, και τον καημό μου πνίγω.
Μα είναι μεγάλος μου ο καημός, κι είναι πικρή η ψυχή μου…
Ω διάφανο αγριολούλουδο βγαλμένο απʼ την πνοή μου,
μονάχα εσύ, φωτίζοντας βαθιά τη σκοτεινιά μου,
το νεκρωμένο εξύπναγες παλμό μες στην καρδιά μου.
Τώρα σε χάνω, αμίλητη, αδάκρυτη και μόνη,
βλέπω τη νύχτα να ʼρχεται βαριά και να με ζώνει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου