Πέτρες τεράστιες γεμάτα,
Χτυπημένη από την ορμή του σκότους
Που μ' έπαιρνε, με τίναζε, μ' άφηνε πίσω, δεν κουραζόταν μαζί
Μου.
Επλεαν τα μαλλιά μου στα νερά
Κι ένιωθα κολλημένη απάνω μου τη λεπτή ρίζα να με κρατά
Ψηλά,
Να θέλει να με ποντίσει στη χοάνη της αβύσσου.
Αλλοτε ένα ρέμα, άλλοτε ένα κεφάλι και πάντα μια ψυχή που
Σπάραζε
Αφηνόμουν στο πρωτόφαντο χέρι της άγριας δύναμης
Που όλα τα 'στιβε στην κίνησή του,
Ολα τα κουνούσε με την τρίαινά του,
Και το σαρδόνιο γέλιο αντηχούσε στις εσχατιές της απεραντο-
σύνης.
Κι η ρίζα ανάερη κλωστή μέσα σε τέτοια πηχτή ουσία
Κρατούσε το κορμί μου με κλεισμένα τα βλέφαρα,
Που αφηνόταν στου γιγαντισμού τη δίνη.
Ηταν ο ύπνος, ήταν ο εφιάλτης, ήταν το δίδυμο του θανάτου.
(Η εξέδρα, 1988)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου