Νικημένος απ’ το γαλάζιο
με το κεφάλι ακουμπησμένο στα γόνατα της σιωπής
πεθαμένος από ζωή
πεθαμένος από νιότη
βουλιαγμένος κάτου απ’ τη φωτιά του
με το φύκι σαλεύοντας στη μασκάλη του-
Το κύμα της μέρας δεν εύρισκε αντίσταση
μήτε σ’ ένα χαλίκι της σκέψης του.
Ήταν έτοιμος πια για τον έρωτα
και για το θάνατο.
Η ΕΛΕΝΗ (απόσπασμα)
Καμιά φορά, πιάνεται το τσουβάλι σε μια πρόκα στη σκάλα
ή στο γάντζο μιας άγκυρας κάτω στο λιμάνι, γίνεται μια τρύπα,
ξεχύνεται το αλεύρι — ένα ανόητο ποτάμι. Το τσουβάλι αδειάζει.
Το αλεύρι το μαζεύουν οι φτωχοί με τις φούχτες τους, να φτιάξουν
τίποτα πίττες ή κουρκούτι. Το τσουβάλι σωριάζεται. Κάποιος
το σηκώνει απ’ τις δυο κάτω γωνιές του- το τινάζει στον αέρα-
ένα σύννεφο άσπρη σκόνη τον τυλίγει- ασπρίζουν τα μαλλιά του-
ασπρίζουν προπάντων τα φρύδια του. Οι άλλοι τον κοιτάζουν.
Τίποτα δεν καταλαβαίνουν περιμένουν ν’ ανοίξει το στόμα, να μιλήσει.
Αυτός δε μιλάει. Διπλώνει το τσουβάλι στα τέσσερα- φεύγει
έτσι άσπρος, ανεξήγητος, αμίλητος, σα μεταμφιεσμένος
σαν ένας λάγνος γυμνός σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι,
ή σαν πανούργος νεκρός, αναστημένος μες στα σάβανα του.
ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Τα βράδια του καλοκαιριού πλαγιάζει με ανεξήγητη κούραση.
Τα ρούχα του, ριγμένα στην καρέκλα, έχουν το βάρος
μιας ασυγχώρητης αναβολής. Η νύχτα
κινείται μες στον κύκλο μιας προκαταβολικής μετάνοιας.
Κι αν κάποτε, στο δρόμο κάτω, μια νεανική παρέα
περάσει τραγουδώντας στη δροσιά του φεγγαρόφωτου, τότε
δυό-τρία λουλούδια πέφτουν μέσα στ’ άδεια παπούτσια του.
ΨΙΘΥΡΟΣ
Κοιμήσου,- του είπε – εγώ θα φυλάξω τον ύπνο σου.
Μέσα στις πέτρες κοιμούνται τα πουλιά. Θα περιμένω
ως τα χαράματα, ως εκείνη την ώρα
που το άστρο ανοίγεται σ’ εφτά μικρά παράθυρα,
να δω την πέτρα να χαράζεται σαν τσόφλι αυγού
και δυο πουλιά να βγαίνουν απ’ το στήθος σου.
ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ
14. Επιτύμβιο
Το παλικάρι που ‘πεσε με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή σκουλήκι δεν τ’ αγγίζει
Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ’ αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους
18. Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις
Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο
Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΑΙΩΣΗ
Σ’ όλη του τη ζωή προσπάθησε, αγρύπνησε, ερεύνησε,
εργάστηκε για να ετοιμάσει ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Και τώρα να μην έχει σε ποιόν να το πει.
ΓΥΜΝΟ ΣΩΜΑ
Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Η γλώσσα μου στο στόμα σου,
η γλώσσα σου στο στόμα μου -
σκοτεινό δάσος
οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.
Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ’ αυτί σου
τόσο μικρό και τρυφερό
πώς χωράει
όλη τη μουσική;
Ηδονή -
πέρα απ’ τη γέννηση,
πέρα απ’ το θάνατο•
τελικό κ’ αιώνιο
παρόν.
Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ό κόσμος.
Κάτω απ’ όλες τις λέξεις
δυο σώματα ενώνονται
και χωρίζουν.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πώς πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;
Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.
Ενώνεται.
Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ό σφυγμός μου.
Δυο μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
* * *
Το σώμα σου
μ’ εκτοπίζει,
με περιέχει.
Πλαγιάζω κ’ εγείρομαι
μέσα σου.
Τ’ απόκρυφα όργανα
σημαίνουν
έξω απ’ το χρόνο.
Πλοία με φώτα
έρχονται, φεύγουν
δε σφυρίζουν.
Έρωτας,
η βαθιά τομή —
αυτό που ονειρευτήκαμε
μισό στην άγνοια,
μισό στο απόλυτο,
εδώ.
Ε-ΛΕΥ-ΘΕ-ΡΙ-Α
Θα ξαναπείς την ίδια λέξη
γυμνή
αυτήν
που γι’ αυτήν έζησες
και πέθανες
που γι’ αυτήν αναστήθηκες
(πόσες φορές;)
την ίδια.
Έτσι όλη νύχτα
όλες τις νύχτες
κάτω απ’ τις πέτρες
συλλαβή-συλλαβή
σαν τη βρύση που στάζει
στον ύπνο του διψασμένου
στάλα-στάλα
ξανά και ξανά
κάτω απ’ τις πέτρες
όλες τις νύχτες
μετρημένη στα δάχτυλα
απλά
όπως λες πεινάω
όπως λες σ’ αγαπώ
έτσι απλά
ανασαίνοντας
μπροστά στο παράθυρο
ε-λευ-θε-ρί-α.
ΥΜΝΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ(1974)
Ι.
Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο,
κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω.
Εσύ της θάλασσας ρυθμός, ολάνθιστο κλωνάρι,
πώς σου μαδήσαν τ’ άνθια σου διπλοί, τριπλοί βαρβάροι.
…………………………………………………………….
V.
Κι ή Δόξα, στην ολόμαυρη πού περπατούσε ράχη,
τη Λευτεριά και τη Χαρά για συντροφιά της να ‘χει.
Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνεις μάνα,
ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα.
ΑΥΤΟΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
Αφήνει πίσω του τον ύπνο και το δρόμο τον στρωμένο απ’ το φεγγάρι
με λεπτά φύλλα χρυσού. Κι είναι μόνος του τώρα
εδώ, στο λίγο, στο ελάχιστο, μ’ ένα ραβδί κι εν’ άδειο καλάθι. Διακρίνει
μετέωρα τα βουνά μες στην ομίχλη. Η μοναξιά του
δεν έχει πια καθόλου βάρος. Θα μπορούσε να πετάξει. Μα όχι.
Κάθεται στην καρέκλα. Παίρνει ένα μήλο. Το δαγκώνει.
Στα χνάρια που άφησαν τα δόντια του πάνω στο μήλο
μπορεί επιτέλους να διαβάσει το σωστό όνομά του.
Κάθεται στην καρέκλα. Παίρνει ένα μήλο. Το δαγκώνει.
Στα χνάρια που άφησαν τα δόντια του πάνω στο μήλο
μπορεί επιτέλους να διαβάσει το σωστό όνομά του.
ΤΟ «ΙΣΩΣ»
Ίσως και να ’χουν κάποια άξια
αυτά που αφήσαμε πίσω μας,
ίσως να λάμψουν τα δώδεκα ποτήρια
στο επίσημο στενόμακρο τραπέζι,
ίσως να δώσουν μια μέρα τ’ όνομά μας
σ’ ένα χωριό, σ’ ένα βουνό, σ’ ένα δρόμο.
Ίσως. Ίσως. Μα τώρα
και τούτο το «ίσως» πάνω στα χείλη σου
έχει χλωμιάσει καί γεράσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου