Με την απελπισία στη ματιά,
ζούσε χωρίς ζωή σε χώρα
ξένη
και στο κορμί φορούσε μία χλαίνη,
που μια βραδιά της φούντωσε φωτιά!
Ήταν αυτό του νου του αποκοτιά;
Ή μήπως η σκληρή του ειμαρμένη;
Ήταν από καιρό απόφαση παρμένη,
του κόσμου να μας δείξει την ψευτιά!
Κι έγινε παρανάλωμα στο σκότος
κι άφησε μοναχά μια φούχτα στάχτη,
επάνω στης καμένης γης το χώμα,
για ν’ ακουστεί στα πέρατα ο κρότος
του μάρτυρα εκείνου και του κράχτη,
εμάς για ν’ αφυπνίσει από το κώμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου