Ιούδας ο δόλιος και είπεν το Κύριε Ελέησον
τετράκις
και δωδεκάκις στη συνέχεια εν χορώ
σε ήχο τρίτο περί της ωραιότητός σου
κατόπιν τέταρτο κι έπειτα πάλι απ’ την αρχή
ουράνια.
Τι να προλάβουνε ν’ αποστηθίσουνε τα μάτια
Δόξα και νυν και αύριο στις ταβέρνες
Τον θησαυρόν σου δολίως εμελέτησας
μα ήθελα σώνει και καλά να αγγίξω μέχρι τέλους
και βιαίως
τ’ άρωμά σου.
Κάθε που έφευγα το χέρι σου στην άκρη
να επιστρέφει
εκεί ορθός και πάλι ν’ ανασαίνω μόνος
στο χαμόγελό σου.
Τώρα τι να τα λέμε εκ του μακρόθεν
κι ανασφαλείς…
Λέγε με Περσεφόνη τις νύχτες.
Ο Φίλιππος στη Βηθσαϊδά
εγώ κατά Κουκάκι περιφέρομαι
και να ξεχνώ τη γενική:
Δράκου ή Δράκοντος;
Το πρώτο στη δημοτική
τα’ άλλο πιο πέρα να χάνεται στα μάτια σου.
Κι όμως σε είδα ξαφνικά να κυματίζεις
ανάμεσα σε δυο τρολέδες
γοργόνα δε ακρόπρωρο τρικάταρτο.
Στον ουρανό το μπλε
βαθύ στο χρώμα των ματιών σου
γαλάζια η λεπτή απόχρωση στα βλέφαρα
κυματοειδή τα πέπλα σου στο πορφυρό
κι εσύ φωτιά ολόρθη στους τρολέδες
να καις και να μακραίνεις μες τη νύχτα.
Απεμπολώ την ευσπλαχνία σου
ως τραμβαγέρης
οσμίζομαι νεκρόν και έρωτα.
Ξέρω τους ήχους που θα γράψω σήμερα
και νυν και αύριο στους αιώνες.
–Τι μοι θέλετε δούναι;
–Το σώμα σου, θα αποκριθώ
σε πέντε στίχους.
Τετύφλωκεν γαρ αυτών τους οφθαλμούς
κι οι μέρες μου να χάνονται σαν χρόνια
Φωτιά-Φανή-φωστήρας-φύσημα και φλόγα
κι ας προσπαθώ να σε διακρίνω σ’ ένα έψιλον.
Αχ, να σε ονομάτιζαν Ελένη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου