Πάνε κι έρχονται οι αλωνίστρες με ράμφος αχόρταγο
με πύρωσαν τα κίτρινα κύματα κι η ζέστα της μηχανής
κάπου εδώ περπάτησα ή πέταξα μονόφτερο
πάνω στα καραγάτσια που απ’ τα κλαδιά τους κρέμονταν
αιώρες κι άσπρα ρούχα της Λαμπρής
Κάπου εδώ ανέβηκε ένα βράδυ ως τα χείλη το φεγγάρι
ανάπνευσαν τα κυπαρίσσια και στάθηκε στα πόδια η κληματαριά
όλη νύχτα μάζευα τα ξέφτια απ’ το φουστάνι της
τ’ αγκάθια τρύπησαν τις ρώγες
κι έρεε ο μούστος ως το πρωί
Λίγο πιο πάνω τ’ ασπροσέντονα σε διάταξη μνήμης
ένα καλάθι κόκκινα αυγά και κοιμητήρια
δίπλα δίπλα οι γειτόνισσες χώμα μαλακό
στρώνουν τη γλώσσα και δεν προφταίνουν
Καβάκι το καβάκι απομακρύνεται ο νους
από μακριά ανάβει η καλαμιά
τη νύχτα το ποτάμι δεν κοιμάται
στις βδέλλες και τους γυρίνους
διαβάζει τους καταραμένους στίχους
ψιθυριστά να μην ακούσει ο αγροφύλακας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου