και πέταξε ψηλά στον ουρανό.
Λίγο του ήταν. Ζήλευε,
που πάνωθέ του ο Ήλιος
έλαμπε πιο ψηλά.
Σαν βέλη ένιωθε να τον τρυπούν
οι φλογερές ακτίνες
της θεΪκής του λάμψης.
Στα βάθη της δικής τους καταχνιάς
ένιωθε άτρωτος κι αήττητος.
Πήρ’ από ‘δώ την αστραπή,
άδραξε ‘κεί τον κεραυνό.
Οπλίστηκε και με βροντή.
Κι όλα μαζί τα έριξε στη γή:
τρόμο, φωτιά και φονικό.
τυφλά σκορπούσ’ αστροπελέκια
και κεραυνούς πάνω στη γή,
το σπιτικό του ρήμαξε.
Εκείνος το προσπέρασ’ αδιάφορα,
σαν προσγειώθηκε στ’ αποκαϊδια.
Νιός είν’ ακόμη και πανίσχυρος.
άψυχη, όμορφη παιδούλα
ήτανε έτοιμος ‘κείνος να δεχτεί.
Του Γύπα ξέφυγ’ άθελα
κάποιος αυθόρμητος λυγμός.
Την αναγνώρισε. Κατέρρευσε.
Από ψηλά οι άλλοι γύπες
έκρωξαν και τα νύχια τάνισαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου