Τις Κυριακές οι όρκοι ξεκινούν από νωρίς καυγά
Απλώνονται στο πάτωμα, εμποδίζουν τον καφέ
Αιτούν ανένδοτοι το άλλο σώμα, γαντζώνονται στα στόματα
Τραβούν απ’ τα ντουλάπια τις παλιές τις συνταγές
Τινάζονται στη σκόνη
Και τρίβονται σα γάτες θηλυκές
Στις εξοχές.
Θα καλπάσω απ’ τη μισάνοιχτη ρόμπα σου
Στη θέα των γλουτών σου
Μικρός ξεδιψώντας στη γλώσσα σου
Το κόκκινο φτερό που γαργαλά στα σκέλια σου
Το μάτι στο πηγάδι της πηγής σου
Πριν να αλλάξει και χυθεί στο σκοτεινό μαβί
Σαν ίσκιος που πλευρίζει την ψυχή σου.
Βρέχει
Μα ας πέφτει το νερό
Ας πέφτει
Στις ανοιχτές παλάμες μου-
Να πέφτει.
Ποτέ θολό στο στόμα σου
Ο πόθος που ταράζει
Τα κόκκινά σου χείλη- ας βρέχει χρώματα
Τοπίο βουερό
Σε βόλτες βροχερές συλλέγοντας παράνομες εικόνες φευγαλέες
Που άφησαν οι άλλοι
Να φανεί η λεία σάρκα
Την ελάχιστη στιγμή που μου προσφέρθηκε
Πριν να ριχτεί μες στο σταχτί στο πέλαγο στο κύμα
Και γίνει γκρι κι αυτή η Κυριακή
Τώρα ψαύω εντός μου το είδωλό σου
Στο προφίλ του προσώπου σου
Επικρατεί ο έρωτας, θυμός κι ο στεναγμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου