Το διήγημα του Ηλία Διαμαντή τιμήθηκε με τον Β΄ έπαινο στον Γ΄διαγωνισμό διηγήματος της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού
Είχε χαθεί, είχε
χαθεί μεταφορικά και κυριολεκτικά. Χάθηκε μέσα στις σκέψεις, που από χτες δεν
τον άφηναν να ηρεμήσει. Χάθηκε μέσα στους δρόμους της πόλης, που επί σαράντα
ένα ολόκληρα χρόνια τον φιλοξενούσε. Η μήπως όχι, ναι σίγουρα όχι, δεν τον
φιλοξενούσε, ήταν η πόλη του, ήταν το σπίτι του, ήταν ο εαυτός του.
Κοντοστάθηκε, κοίταξε γύρω του
αμήχανα. Που βρισκόταν άραγε; Από το πρωί τριγύριζε άσκοπα προσπαθώντας να βάλλει σε τάξη τους συλλογισμούς του. Πέρασε από δρόμους και
σοκάκια, που ούτε καν είχε φανταστεί ότι υπάρχουν. Περπάτησε κατά μήκος του
Πέγνιτζ, του ποταμού που κόβει την πόλη στα δύο. Θολό ποτάμι, βαρύ, σαν την
καρδιά του σήμερα, κυλούσε αργά, βασανιστικά, σερνόταν θαρρείς, όπως
ακριβώς έσερνε και αυτός ο γέρος πια
γκασταρμπάϊτερ, τα βήματά του. Οι γέφυρες, που κατέληγαν σε νησιωτικά
μεσαιωνικά κάστρα και κάτω από αυτά οι εντυπωσιακές πύλες που το ποτάμι
διέσχιζε, αντικείμενο άλλοτε θαυμασμού, ουδόλως τον απασχόλησαν σήμερα. Ακόμη
και το Γερμανικό Εθνικό Μουσείο, το Μουσείο
Παιχνιδιών, το «Φρανκεστάντιον», τα
Δικαστήρια, το μεγάλο δηλαδή κτίριο στο
οποίο διεξήχθη η δίκη των υπευθύνων για τις φρικαλεότητες στον δεύτερο μεγάλο
πόλεμο, που πριν λίγο προσπέρασε, τον άφησαν ασυγκίνητο.
Ένα πράγμα τον απασχολούσε , του
έτρωγε το μυαλό, του σαράκωνε την καρδιά Έπρεπε να αποφασίσει, έπρεπε μέχρι τις
δύο το μεσημέρι, να δώσει μια απάντηση, Μια απάντηση, είναι τόσο εύκολο να το λες,
μα τόσο δύσκολο να τη δώσεις, όταν πίσω της κρύβονται η επηρεάζονται ζωές
ανθρώπων αλλά και συμφέροντα.
Το τηλεφώνημα, που έλαβε από τον
διαχειριστή της πολυκατοικίας του, δεν του άφηνε πολλά περιθώρια υπεκφυγών. Της
πολυκατοικίας μου,
σκέφτηκε. Ναι, έτσι αποκαλούσε το όμορφο αυτό συγκρότημα των επτά
διαμερισμάτων, στο Πανόραμα της
Θεσσαλονίκης, παρ’ ότι σ’ αυτόν ανήκαν μόνο τα τρία. Απέραντη θέα στο Θερμαϊκό,
που στις καθαρές ημέρες έφτανε μέχρι τον χιονισμένο, συνήθως, Όλυμπο. Θέα, που
δεν την εμπόδιζε ούτε κανένα άλλο κτίριο, ούτε τα δέντρα του παρακείμενου Σέιχ
– Σου. Ήταν το καύχημά του, το μέρος όπου είχε επενδύσει όλες του τις
οικονομίες, το μέρος όπου σχεδίαζε να περάσει τα στερνά του, δίπλα στους δύο
του γιούς. Το κτίριο και τα παιδιά του, τα δημιουργήματά του. Τι άλλο ήθελε, τι
άλλο μπορεί να ζητούσε;
Δύο παιδιά με σπουδές, που θα τις
ζήλευαν όλοι. Πολιτικός μηχανικός ο μεγάλος, στέλεχος μεγάλης κατασκευαστικής
εταιρίας που έχτισε τα περισσότερα Ολυμπιακά έργα. Γιάπης με τζιπ και ερωμένη,
αριστοκράτισσα γυναίκα και παιδιά, αλλά και φιλοδοξίες που έφταναν έως την
εκλογή στην Βουλή και γιατί όχι παραπάνω. Γιατρός ο μικρός, με μεταπτυχιακά
στην Αμερική, ταγμένος στην έρευνα και την Επιστήμη. Γι’ αυτούς προοριζόταν τα
δύο διαμερίσματα και το τρίτο γι’ αυτόν και την γυναίκα του, να απολαμβάνουν
τους καρπούς των κόπων τους και να καμαρώνουν τους καρπούς του έρωτά τους.
Ήλθε όμως, η κρίση και τα γκρέμισε
όλα. Η κατασκευαστική φαλίρισε, οι μετοχές στις οποίες επένδυε ο μεγαλοσχήμονας
γιάπης κατρακύλησαν, το τζιπ πουλήθηκε όσο – όσο, η ερωμένη βρήκε αλλού
καταφύγιο και η γυναίκα πήρε τα παιδιά της και γύρισε στο ακατάδεκτο σόι της.
Όσο για τον μηχανικό, κάπου στο Κατάρ, κτίζει
τεχνητά νησιά για τουρίστες, αναπολώντας τις ημέρες των παχέων αγελάδων
και αναθεματίζοντας τους δημόσιους υπαλλήλους. Αυτούς που έριξαν το κράτος στο
βούρκο, τρώγοντας τα λεφτά σε τιμαριθμικές αναπροσαρμογές, ιατροφαρμακευτικές
παροχές, μισθούς και εφ’ άπαξ. Ο δε γιατρός, βρήκε καταφύγιο σε κάποιο
υπερατλαντικό εργαστήριο, αφού πρώτα προσπάθησε παρακαλώντας, εκλιπαρώντας
σχεδόν, να δημιουργήσει μία ανάλογη υποδομή στην πόλη που σπούδασε, στην πόλη
που ονειρεύτηκε, στην πόλη που αγάπησε, στην Θεσσαλονίκη.
Πήρε και αυτός το δρόμο της
επιστροφής. Το δρόμο της επιστροφής στην Νυρεμβέργη. Στην πόλη που ήρθε είκοσι
πέντε χρονών παλικάρι, δούλεψε, δημιούργησε, ονειρεύτηκε, συνταξιοδοτήθηκε.
Στην πόλη που υποδέχτηκε ως φιλοξενούμενο εργάτη ένα παιδί, που δεν είχε φύγει
ποτέ από το χωριό του. Το στρίμωξε μαζί με άλλους οκτώ ( Ιταλούς, Έλληνες,
Ισπανούς ) σ’ ένα χάιμ αρρένων, το χώρισε από την γυναίκα του που διέμεινε σ’
ένα αντίστοιχο θηλέων και το έβαλε από την άλλη ημέρα στην παραγωγική
διαδικασία να κυνηγά τα ακόρντ και να μην τα πιάνει. Εκεί που νόμιζε ότι τα
πλησιάζει, αυτά φεύγανε, ανέβαιναν, πετούσαν σαν τα ξωτικά, σαν τα αερικά που
έλεγαν στον τόπο του, που όλο τα ζυγώνεις αλλά ποτέ δεν τα πιάνεις. Έβλεπε τους
Γερμανούς συναδέλφους του να τον κοιτάνε στραβά και δεν καταλάβαινε, δεν
συνειδητοποιούσε το γιατί. Άκουγε, χωρίς να καταλαβαίνει, να τον αποκαλούν
γκασταρμπάϊτερ, αουσλάντερ, ντι σβάϊνε και χαμογελούσε. Έτσι με αυτό το
χαμόγελο κατέκτησε αυτόν τον σκληρό λαό. Και όταν μετά από ένα χρόνο κατάφερε
επιτέλους να νοικιάσει ένα σπίτι, να φύγει από τα εναπομείναντα κοινόβια των
φυλακών του Γ΄Ράιχ, να βρεθεί με τη γυναίκα του, να φέρει και τα παιδιά που τα είχε παρατήσει στη γιαγιά, παρ’ ολίγο
να το χάσει.
Άκουγε, καθισμένος στο πλατύσκαλο,
την κυρία Ρόζα του τρίτου ορόφου, να απαριθμεί κοσμητικά επίθετα. Γκασταρμπάϊτερ, που τώρα ήξερε ότι
σημαίνει φιλοξενούμενος εργάτης, αουσλάντερ, που τώρα ήξερε ότι σημαίνει
υποτιμητικά ξένος, ντι σβάϊνε, που τώρα ήξερε ότι σημαίνει γουρούνια.
Ήθελε να φωνάξει, να βρίσει, αλλά έπνιγε τον θυμό του μέσα στις παλάμες που
κρατούσαν το πρόσωπο του. Ένοιωσε
ντροπή, μεγαλύτερη από αυτήν που είχε νοιώσει
όταν γυμνό τον πέρασαν από την εξονυχιστική υγειονομική επιτροπή. Αλλά
ήταν αποφασισμένος. Το ήθελε αυτό το σπίτι και δεν θα άφηνε την οργή του να τον
παρασύρει, δεν θα έδινε κανένα πάτημα, σε καμία κυρία Ρόζα, που ακόμη επιχειρηματολογούσε εναντίον του,
με σκοπό να πείσει τους υπόλοιπους ενοίκους, να μην δεχτούν ένα νότιο μίασμα
στην οικοδομή τους. Μόνο όταν του ανακοινώθηκε η απόφαση τους είπε σε σπαστά
Γερμανικά. Δεν θα το μετανιώσετε.
Όπως και έγινε. Και τώρα που οι
σχεδιασμοί του κατέρρευσαν, γύρισε και
αυτός πίσω στο σπίτι του, στους φίλους του, στην κυρία Ρόζα. Και αν τότε ήλθε
γεμάτος ενθουσιασμό και ελπίδα, τώρα ήλθε κουβαλώντας τα κομμάτια της ζωής του,
έχοντας προσφέρει στην ανθρωπότητα δύο επιστήμονες γκασταρμπάϊτερ και τρία κενά
διαμερίσματα. Τρία διαμερίσματα που τώρα έπρεπε να πληρώσει εκτός από τα πάγια
έξοδα και τα χαράτσια που του επέβαλλε η πολιτεία. Τα χαράτσια που ήλθαν να
επιβραβεύσουν μια ζωή οικονομίας και στέρησης, τα χαράτσια που ήλθαν να υπενθυμίσουν πως στη χώρα μας τιμωρείται η
δημιουργία και βραβεύετε η ανευθυνότητα. Ο νοικοκύρης που δημιούργησε μια μικρή
περιουσία, στερούμενος πολλά από την προσωπική του ζωή, πρέπει να πληρώσει. Ο
ακαμάτης δεν έχει τίποτα για να φορολογηθεί, ενώ ο πλούσιος έχει τον τρόπο να
υπεκφεύγει Εξ’ άλλου, βρέ αδελφέ, δεν έχει και τίποτα στο όνομά του. Το σπίτι,
το σκάφος και το εργοστάσιο ανήκουν στην
of – shore, το εξοχικό είναι παράρτημα του ναΐσκου που έχτισε στην αυλή του, και το αυτοκίνητο
είναι νοικιασμένο με lizing. Εσύ μεροκαματιάρη γκασταρμπάϊτερ που κοίταξες πάνω
από το μπόι σου, που νόμισες ότι έγινες
ένας αστός, ίσος και όμοιος, μέρος του συστήματος της εξουσίας, πρέπει να
πληρώσεις, πρέπει να επανέλθεις στην θέση σου.
Και επανήλθε. Στην παλιά οικοδομή με
τη μεγάλη είσοδο, το ασανσέρ στο κέντρο με εμφανείς τους ιμάντες, στο
πλατύσκαλο που καθόταν στην πρώτη συνέλευση των ενοίκων που παρακολούθησε. Το
πλατύσκαλο, που όλα αυτά τα χρόνια της εργασίας, αποτελούσε τον τόπο συνάντησης
με τη γυναίκα του. Εδώ ανταμώνανε όταν αυτός γυρνούσε από την δεκαεξάωρη βάρδια του και αυτή έφευγε για την αντίστοιχη
οκτάωρη και αντιθέτως, εδώ γινόταν η αλληλοενημέρωση, εδώ έδιναν πεταχτά φιλιά.
Σ’ αυτό εδώ το πλατύσκαλο, μια ημέρα, άρπαξε τη γυναίκα του και την φίλησε
βίαια, σκληρά, αφήνοντας όλο του τον πόθο
να εκτονωθεί και μετά έτρεξε να κρύψει τη ντροπή που του προκαλούσε η
υγρή κηλίδα που κοσμούσε το παντελόνι του. Χαμογέλασε, ναι εδώ βρισκόταν και
τώρα, στο πλατύσκαλο αυτό, μετά την πρωινή περιπλάνησή του. Είχε φτάσει χωρίς
να το καταλάβει, κάθισε και ακούμπησε τα χέρια του στο πρόσωπο, όπως τότε. Ένοιωσε
ένα χέρι να του χαϊδεύει τους ώμους.
Γύρισε και είδε την κυρία Ρόζα του τρίτου να του χαμογελά γλυκά. Ένα χαμόγελο
κατανόησης, ένα χαμόγελο συγκατάβασης,
ένα χαμόγελο αγάπης, ένα χαμόγελο που πραγματικά αναζητούσε αυτή τη στιγμή.
Πετάχτηκε όρθιος, το μυαλό του
ξεκαθάρισε, οι σκέψεις τον εγκατέλειψαν, οι αμφιβολίες διαλύθηκαν. Είχε πάρει
την απόφασή του. Οικτίρησε τον εαυτό του
για την εικοσιτετράωρη αμφιταλάντευσή του. Πως μπόρεσε αυτός, ένας μετανάστης που αισθάνθηκε τον ρατσισμό στο
πετσί του, να έχει τέτοιες αμφιβολίες; Γιατί δεν έδωσε αμέσως την
πρέπουσα απάντηση στον
διαχειριστή του συγκροτήματος; Ναι, έπρεπε να απαντήσει αυθόρμητα, ο Μοΐζ από
το Ζαΐρ είναι ένας άνθρωπος όμοιος με μας και συνεπώς μπορεί να μείνει στο
ισόγειο διαμέρισμα, το οποίο ο ιδιοκτήτης του ενοικίασε. Φαντάστηκε τον Μοΐζ,
καθισμένο στο πλατύσκαλο της οικοδομής στο Πανόραμα περιμένοντας την έγκριση
του, και αισθάνθηκε ντροπή. Μοΐζ, τι όνομα και αυτό; Τι του θύμιζε, τι τον
ένωνε με αυτόν; Κάτι που βρισκόταν στο πίσω
μέρος του μυαλού του, κάτι που δεν ήταν η στιγμή να αναζητήσει. Μάλλον η
κοινή πορεία προς μια ξένη χώρα, η αναζήτηση εργασίας, η οικονομική
μετανάστευση ήταν οι συνδετικοί κρίκοι.
Καμία σημασία δεν είχαν όλα αυτά την στιγμή ετούτη.
Σημασία είχε ότι τα λόγια του διαχειριστή είχαν σπείρει
μέσα του την αμφιβολία. Όχι βέβαια αυτά που
ξεστόμισε για βρωμιάρηδες, για αλλόθρησκους, για αποβράσματα. Σ’ αυτά
είχε απαντήσεις βγαλμένες μέσα από τη διαδρομή του, δεν τον πτοούσαν. Αυτές που
τον κλόνισαν ήταν οι τελευταίες του ερωτήσεις: Θέλεις να γίνει το Πανόραμα
Ομόνοια; Θέλεις να γίνει η Θεσσαλονίκη ένα νέο Μεταξουργείο; Ξαφνιάστηκε, του
έπεσε το ακουστικό από το χέρι. Εικόνες από το κέντρο της Αθήνας
πέρασαν κινηματογραφικά εμπρός του.
Χάος, με την έννοια της πλήρους αταξίας, είναι η
μόνη λέξη που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει, να αποδώσει την πραγματική διάσταση, όλων όσων αντίκρισε ένα παγωμένο
πρωινό του περασμένου Δεκέμβρη από το παράθυρο του ξενοδοχείου, όπου διέμεινε.
Δεκέμβρης και πρωτεύουσα ήταν γι’ αυτόν έννοιες ταυτόσημες. Αυτό το μήνα βρισκόταν
σε πλήρη εξέλιξη, σε οργασμό θα έλεγε κανείς, πολλαπλές εκδηλώσεις. Θέατρα,
μουσικές σκηνές και λαϊκά κέντρα υπόσχονταν όμορφες βραδιές, ενώ ο στολισμός,
τα φώτα και οι βιτρίνες σε καλούσαν σε
ενδιαφέρουσες περιηγήσεις. Μία βόλτα στο Μοναστηράκι, ένας καφές στο Θησείο και
μια ταβέρνα στην Πλάκα αποτελούσαν
απαραίτητα στοιχεία των ημερήσιων
διαδρομών του. Όλα αυτά συνέθεταν ένα ειδυλλιακό σκηνικό που σε κάθε ευκαιρία
προσπαθούσε να απολαύσει.
Έτσι και αυτόν τον Δεκέμβρη, μετά από πενταετή
απουσία, αποφάσισε να αποδράσει στην πολιτιστική Αθήνα. Είχε σχεδόν κλείσει το
πρόγραμμά του συμπεριλαμβάνοντας επισκέψεις στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης και
σε διάφορες περιοδικές εκθέσεις, μια βόλτα στο Πασαλιμάνι και ένα γεύμα στη
Ζέα. Έφτασε λοιπόν στο ξενοδοχείο στο οποίο διέμενε σχεδόν πάντα κατά τα
περάσματά του από την πρωτεύουσα. Την πρώτη κρυάδα την πήρε όταν ανεβαίνοντας
τις σκάλες αντίκρισε το επικριτικό βλέμμα του ξενοδόχου. –Το τσαντάκι σας κύριε
να το κρεμάσετε στο λαιμό, είναι επικίνδυνα, θα σας το κλέψουν, του είπε
απότομα κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά σχεδόν φοβισμένα. Υπερβολές σκέφτηκε και
δεν έδωσε συνέχεια στο συμβάν. Η αλήθεια ήταν πως ερχόμενος είδε μερικές
ύποπτες φάτσες, αλλά δεν έδωσε καμία σημασία. Αυτό που του είχε διδάξει η ζωή
άλλωστε είναι να κοιτάζει εμπρός, τη δουλειά του και να μην ασχολείται με το τι
γίνεται δίπλα του.
Όσο
ήρεμα κοιμήθηκε σχεδιάζοντας το αυριανό πρόγραμμά του,
τόσο άγρια ξύπνησε. Φασαρία, φωνές, σειρήνες και ντουντούκες τον άρπαξαν
από τα όνειρα και τη γλυκιά αγκαλιά του Μορφέα και τον επανέφεραν απότομα στην
πραγματικότητα. Τινάχτηκε, άνοιξε το παράθυρό του και έμεινε εκεί ενεός, αποσβολωμένος. Λαός
κάθε φυλής και κάθε ράτσας, λευκοί, μαύροι, κίτρινοι, μιγάδες, Ινδιάνοι,
Άραβες, Ασιάτες, Αφρικανοί, όλες οι φυλές του Ισραήλ συνωστίζονταν στο δρόμο
και τα πεζοδρόμια. Κάθε λογής δραστηριότητες βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Συναλλαγές, πωλήσεις και αγορές από σεντόνια και κιλίμια, τρόφιμα και πρόχειρο
φαγητό, γυναίκες και αγόρια έως ναρκωτικά κάθε είδους. Πρεζόνια στη σειρά με
τις σύριγγες στο χέρι και τα γκαζάκια αναμμένα
δίπλα τους, είχαν γύρει στα ρείθρα των πεζοδρομίων, στις εισόδους των
πολυκατοικιών, στις κόχες της εκκλησίας. Με μάτια θολά, πορεύονταν σ’ έναν άλλο
κόσμο ,τον κόσμο του ονείρου και της αυταπάτης. Άνθρωποι ουρούσαν στις γωνίες η
αφόδευαν στα στενά καλυπτόμενοι από ομήγυρη φίλων τους. Παιδιά με κίνδυνο της
ζωής τους πετάγονταν εμπρός στα διερχόμενα αυτοκίνητα εκλιπαρώντας για λίγο
φαγητό καθαρίζοντας τα παρμπρίζ ως αντάλλαγμα. Γριές και γέροι με απλωμένα τα
χέρια στημένοι σε κάθε γωνία σε κάθε φανάρι επαιτούσαν. Ανάπηροι ριγμένοι στα
πεζοδρόμια σχεδόν απαιτούσαν από τους περαστικούς βοήθεια. Κινούνταν όλο αυτό
το πλήθος πάνω κάτω άσκοπα, διέσχιζαν το δρόμο σχεδόν ανέμελα προκαλώντας την
οργή των οδηγών που συνοδεύονταν από ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο και δαιμονισμένα
κορναρίσματα. Που και που φαινόταν και κανένας κάτοικος της περιοχής, τον οποίο
αναγνώριζες από τον τρόπο που περπατούσε τοίχο- τοίχο καθώς και από το
σφιχταγκάλιασμα της τσάντας την οποία κρατούσε.
Δεν μπορεί να συμβαίνουν όλα αυτά, προφανώς
ονειρεύεται αναλογίστηκε .Η σειρήνα ενός περιπολικού που κατέβαινε με
αναμμένους τους φάρους από την Ομόνοια του υπενθύμισε ότι είναι ξύπνιος. Έρχεται
ο νόμος σκέφτηκε, ο νόμος να βάλει τάξη
σ’ αυτή την αταξία. Άλλες φωνές, βρισιές, συνθήματα, ακούγονταν πίσω από το
προπορευόμενο όχημα. Διαδηλωτές, εκατοντάδες, χιλιάδες με υψωμένες τις γροθιές,
λάβαρα και σημαίες, χτυπούσαν ρυθμικά με οργή και πάθος τα πόδια τους στην
άσφαλτο. Το πολύβουο ξενόφερτο μελίσσι σταμάτησε το πήγαινε – έλα και χάζευε το
ανθρώπινο ποτάμι. Διπλή σειρά από αστυνομικούς και πολίτες περιφρουρούσαν την
πορεία. Οι αστυνομικοί πατούσαν σχεδόν τα πρεζόνια και τους ανάπηρους επαίτες,
χωρίς να τους δίνουν καμία σημασία.
Είχαν καθήκον, έπρεπε να προστατεύσουν την πόλη από τον εχθρό και εχθρός δεν
ήταν η ανομία και η αταξία αλλά οι διαδηλωτές. Κούνησε το κεφάλι του για να
συνέλθει. Εχθρός αυτός που διεκδικεί μία καλύτερη ζωή ή και την ίδια τη ζωή και
όχι ο κάθε είδους εγκληματίας που
διαπράττει τα εγκλήματά του εδώ εμπρός αδιαφορώντας για την αστυνομική
παρουσία!
Μία
κίνηση του τράβηξε την προσοχή. Στο άλλο μέρος του δρόμου, εκεί όπου
κατευθυνόταν η διαδήλωση, σταμάτησε μία κλούβα. Πενήντα περίπου μαυροφορεμένοι
άνδρες κατέβηκαν κουβαλώντας σακίδια. Τώρα αποκλείετε να κάνει λάθος σκέφτηκε,
έρχονται καμουφλαρισμένοι να διεισδύσουν μέσα σ’ αυτό το πλήθος των παρανόμων
για να μπορέσουν να το ελέγξουν. Το θέμα είχε ενδιαφέρον, το παρακολουθούσε με
ανυπομονησία σχεδόν, για να δει την κατάληξή του. Και να, η διαδήλωση
πλησιάζει, προσπερνά την ομάδα των
μαυροφορεμένων, η αστυνομική αλυσίδα ανοίγει, η αντίστοιχη των διαδηλωτών προσπαθεί να προβάλλει κάποια
αντίσταση αλλά είναι αδύνατον να φέρει αποτελέσματα. Οι άνδρες με τα μαύρα
ενσωματώνονται με τους διαμαρτυρόμενους, βγάζουν από τα σακίδια ξύλα, καδρόνια,
λοστούς, βόμβες μολότωφ. Σπάνε βιτρίνες και αυτοκίνητα, καίνε μαγαζιά και
τράπεζες, ρίχνουν βόμβες στους αστυνομικούς. Αυτοί επεμβαίνουν, όχι ενάντιά τους,
ούτε ενάντια στο πλήθος των παρανόμων, αλλά ενάντια στους ειρηνικούς
διαδηλωτές. Καπνογόνα, βόμβες κρότου – λάμψης, γκλόπς, κράνη, κεφάλια
ανοιγμένα, μάτια πρησμένα, βιτρίνες σπασμένες, μαγαζιά ανοιχτά, κτίρια που
καίγονται, μετανάστες που λεηλατούν. Ποιος νοσηρός εγκέφαλος, ποιος
διεστραμμένος νους, σχεδίασε και έφερε σε πέρας, ένα τέτοιο δόλιο σχέδιο
καταστροφής και συκοφάντησης; Έξω χαμός και μέσα στην τηλεόραση να
οδύρεται ο παρουσιαστής εναντίον των
διαδηλωτών που δεν σεβάστηκαν την
περιουσία των νοικοκυραίων.
Η
καρδιά του σφίχτηκε από το θέαμα, τα μάτια του έτσουξαν από τα χημικά, το στόμα
του στέγνωσε από τον θυμό. Ένοιωσε ναυτία, παραπάτησε, ήθελε κάπου να στηριχθεί
κάπου να καθίσει για να ηρεμήσει. Έκλεισε με πάταγο το παράθυρο, πλησίασε
παραπατώντας το κρεβάτι του και άφησε το κουφάρι του, σαν άδειο σακί, να πέσει.
Κόλαση, Δάντης, καταστροφή, Χάος, ήταν οι λέξεις που στριφογύριζαν στο πονεμένο
κεφάλι του. Η οχλαγωγία απ’ έξω δεν τον άφηνε να σκεφτεί ήρεμα, να βάλει σε
τάξη στην αταξία που εισχώρησε από τον δρόμο στο μυαλό του. Φωνές, πολλές
φωνές, φωνές μπερδεμένες, ανάκατες στροβιλίζονταν ανεβαίνοντας, ενώνονταν και
δημιουργούσαν μία απόκοσμη βουή. Μία βουή που ταλαιπωρούσε τα τύμπανα των
αφτιών του και συνέθλιβε τον εγκέφαλό του. Κάπως έτσι θα ακουγόταν και ο ακατανόητος θόρυβος που
έβγαινε από τον Πύργο της Βαβέλ, όταν ο κινδυνεύων Θεός αποφάσισε να μπερδέψει
τις γλώσσες των κατασκευαστών. Αισθάνθηκε να μεταφέρετε στην κορυφή αυτού του
χωμάτινου ανθρώπινου δημιουργήματος, το οποίο φιλοδοξούσε να γίνει θεϊκό. Έζησε την στιγμή που η οργασμική δημιουργία, το πάθος για ουράνια
ανύψωση, ο καλοκουρδισμένος κατασκευαστικός μηχανισμός μετατράπηκαν σε μνημείο
ασυνεννοησίας. Έβλεπε τους μαστόρους να προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τους
μεταφορείς, τους μεταφορείς με τους λασπάδες, αυτούς με τους κουβαλητές υλικών,
και να μην τα καταφέρνουν. Χειρονομούσαν, έδειχναν, μιλούσαν ακατάπαυστα,
ακαταλαβίστικα. Εκλάμβανε τη μίξη αυτού του γλωσσικού συρφετού ως μία βουή, σαν
αυτή που και τώρα ανέβαινε από τον δρόμο, από την αρένα της νέας ανάμιξης, του
νέου Πύργου της Βαβέλ.
Αυτή
η βασανιστική εμπειρία του τρυπούσε το
μυαλό, αυτή η οδυνηρή συνάντηση με το
Αθηναϊκό χάος τον έκανε να αμφιταλαντεύεται όλο το πρωινό της περιπλάνησης, όλη
την νύχτα της αγρυπνίας. Όχι, δεν ήθελε να γίνει το Πανόραμα Μεταξουργείο, αλλά
γι’ αυτό γιατί να είναι υπαίτιος ο Μοΐζ
από το Ζαΐρ; Γιατί τέτοιες χαώδεις καταστάσεις δεν παρατηρήθηκαν στην
Γερμανία του ΄60, όταν συνέρρεαν μετανάστες από όλο τον Ευρωπαϊκό νότο; Τώρα
όλα ξεκαθάρισαν. Γιατί ο υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας φρόντισε να συνάψει
διακρατικές συμφωνίες που περιελάμβαναν όρους και κανόνες ενώ ο αντίστοιχος
Έλληνας χόρευε τσάμικο υποδεχόμενος, ως βορειοηπειρώτες, τους φυλακισμένους που
η καταρρέουσα Αλβανική εξουσία οδήγησε στα σύνορα. Γιατί όταν η Γερμανική
εκκλησία αποδέχτηκε το διαφορετικό δόγμα
οι δικοί μας παπάδες τους βάπτιζαν ομαδικά στο ποτάμι κρυφογελώντας για
την κατάντια των άθεων, ενώ αυτοί χαμογελούσαν αναλογιζόμενοι τι μπορεί να
κρύβουν οι βαθιές τσέπες των ρασοφόρων. Γιατί όταν τα συνδικάτα της Γερμανίας
έβαζαν όρους για ασφάλεια και υγειονομική περίθαλψη των μεταναστών οι δικοί μας
κοιτούσαν πως θα εκμεταλλευτούν την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία των κατατρεγμένων.
Γιατί όταν οι Γερμανοί έβαζαν προϋποθέσεις για την εισδοχή στην χώρα οι δικοί
μας κυβερνώντες κουβαλούσαν καραβιές ελληνοποιημένων Καυκασίων, με μόνο
προαπαιτούμενο την ψήφο στις εκλογές. Γιατί όταν όλη η Ευρώπη διαφύλασσε τις
πύλες της αποτρέποντας την εισροή των λαθραίων η Ελλάδα διαφύλασσε τις εξόδους
της μην τυχόν και ενοχλήσουν οι απελπισμένοι τον μακάριο ύπνο
των Ευρωπαίων. Αυτοί λοιπόν είναι υπεύθυνοι για το χάος, αυτοί που δόμησαν ένα
σύστημα διακυβέρνησης και εξουσίας με
την πεποίθηση ότι είναι κυρίαρχο, αδιαπέραστο και αθάνατο. Αυτό το σύστημα
σήμερα αντιδρά σκορπίζοντας μίσος, βλέποντας ότι πνίγεται μέσα στην δίνη που το
ίδιο δημιούργησε,
Ναι
ο Μοΐζ έπρεπε να μείνει στο Πανόραμα.
Έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος να δουλέψει, να δημιουργήσει, να φέρει τα παιδιά
του, να νοιώσει την Ελληνική φιλοξενία. Σήκωσε αποφασιστικά το ακουστικό,
ειδοποίησε τον δικηγόρο του να πάει με την εξουσιοδότηση, που καλού – κακού του
είχε αφήσει, να δώσει τρεις ψήφους για
την ενοικίαση του διαμερίσματος από τον
Μοΐζ. Κατόπιν, ειδοποίησε τον διαχειριστή πως από σήμερα ένοικοι του ισογείου
θα είναι η οικογένεια των μεταναστών από το Ζαΐρ.
Ένοιωσε
ένα βάρος να φεύγει από πάνω του, ξαλάφρωσε. Έκανε σίγουρα το σωστό. Κάθισε
στην πολυθρόνα και έκλεισε ανακουφισμένος τα μάτια του. Ένα ελαφρύ μειδίαμα
διαγράφτηκε στο πρόσωπό του. Μία σουρεαλιστική εικόνα έπαιρνε σάρκα και οστά και γέμιζε τον
εγκέφαλό του. Ο Μοίζ του Πανοράματος, γέρος πια, να σέρνεται στα σοκάκια και
την παραλία της Θεσσαλονίκης προσπαθώντας να πάρει απόφαση αν θα νοικιάσει το
διαμέρισμά του στην Κανάνγκα σε έναν γκασταρμπάϊτερ από την Νυρεμβέργη. Ένα
ξανθό αγόρι, που καθισμένο στο πλατύσκαλο μιας οικοδομής στην Αφρικανική αυτή
πόλη, περιμένει εναγωνίως την απόφαση του Μοΐζ από τη Θεσσαλονίκη. Ένα αγόρι
που μοιάζει, όχι δε μοιάζει είναι ο Γιόχαν ο εγγονός της κυρίας Ρόζας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου