Μια αλήθεια παραπάταγε - το ένα της πόδι στο σώμα μου το
άλλο στο έρημο ακρογιάλι
Και τίποτ' άλλο δεν μόναζε στο κάλεσμα της σιωπής παρά μόνο
ένα καΐκι σαν ξεχασμένο στα περιβόλια του ήλιου
Απ' το δίχτυ του Λόγου ξεπετάγονταν που και που ουρές ιδεών
άγνωστων και ξάσπριζαν τα δέντρα απ' τη δικαιοσύνη των
αιώνων όπου σα σταγόνα πεσμένη από ράμφος τ' αρμένισμά
μου δικαζόταν
Βάφτιζα τα ίχνη μιάς μυστικής ροής και παράξενες μορφές μού
έδειχναν το δρόμο προς μια νέα παράδοση άφαντη ακόμα
στη μνήμη του σώματός μου
Φαινόταν μυθολογία η ζωή ενός αξύπνητου όνειρου˙ και άγρια
θαλασσόνερα που γελούσαν όχι στο δικό μου πλησίασμα
μα στο Αόρατο που ερχόταν ξωπίσω μου
Μακρινή σιωπηλή ματαιότητα γέμιζε το φαράγγι της σκέψης
Εψαχνα ονόματα για την απουσία και καθώς συλλογιζόμουν
ακουμπούσα στο περβάζι της βότσαλα με ζωγραφισμένο
τ' αλφάβητο
Σαν να αναγνώριζε η θάλασσα τη φωνή μου. Εβαλα και τις
δύο σ' ένα ναό. Ας συμφωνήσουν μεταξύ τους. Εγώ, αν
ψιθυρίστηκα ως ύπαρξη, αποχωρώ. Γιατί ό,τι αφήνει τον
Λόγο, πεθαίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου