πήρα το δρόμο του Σεβάχ, στον κόσμο αρμένισα,
μαργαριτάρι και λωτός ήσουν στο Μόλυβο,
μια στο βυθό να σε ζητώ και μια στον Όλυμπο.
Στο Ταζ Μαχάλ και στο Ντεπό άγκυρα έριξα
στη γέφυρα των στεναγμών τα δάκρυα μέτρησα,
στην αγκαλιά μιας ξωτικιάς αποκοιμήθηκα,
ήπια νερό της λησμονιάς και σε θυμήθηκα.
Δώσ΄ μου το ρίγος το παλιό δίχως καμώματα
κι αν θα `μαι λίγος, θα χαθώ τα ξημερώματα.
Ήρθε μια Άνοιξη μικρή και μαραζιάρικη
και στην εξέδρα την πικρή λόγοι δεκάρικοι,
ξενυχτισμένες διαδρομές που πήγαν άδικα,
για να κλειστούν στα ρετιρέ και στα τρελάδικα.
Κούκος μονός σ΄ ένα ταμπλό τον πόνο ξόρκισα
χρόνια πληρώνω και χρωστώ, κι ας λες πως ξόφλησα,
βγάλε τα μαύρα σου γυαλιά να δω τη θάλασσα,
άλλαξα μέτρα και σταθμά, καημό δεν άλλαξα.
Δώσ΄ μου το ρίγος το παλιό δίχως καμώματα
κι αν θα `μαι λίγος, θα χαθώ τα ξημερώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου