Γύρω στις δώδεκα το βράδυ
το 'σκαγε και το τελευταίο τραμ
π' άφην' από ένα φανατικό κάθε φορά
μπρος από το μαγαζί
που 'χε δυο δάχτυλα σκόνη παντού.
Με μια γκαζόλαμπα στο παραμέσα
κι ένα πορτατίφ αδύνατο στο παραέξω, μ' εφημερίδα.
Γύρω στις δώδεκα το βράδυ.
Έμπαινε μέσα και καθόταν ένας άλλος
που 'σφιγγε δάχτυλα χοντρά με τέχνη
καθώς χτένιζαν
τα τελευταία φτερά του παγονιού
πάνω στο χρυσάφι.
Σήκωνε τότε το κεφάλι
με το δεξί το μάτι κατακόκκινο
πίσω απ' το φακό, σα να χυνόταν
όπως δυο δράμια λιωμένο χρυσάφι στο καλούπι.
Τα χρόνια εκείνα ήτανε όλο φαρμάκια.
Στις εκκλησιές των λεωφόρων με τα τραμ
και στις άλλες των συνοικιών
είχ' ένα φως κίτρινο μέρα νύχτα
σαν εκείνο που βγαίνει κατά τη δύση
ύστερ' από μεγάλη καλοκαιριάτικη βροχή.
Νωρίς τ' απόγεμα της Μεγάλης Παρασκευής
έβγαιν' ο Χριστός του Αγίου Μηνά στους δρόμους
ζωγραφισμένος πάνω σε πανί
για να τον κλάψουν οι επαγγελματίες.
Ο καημένος.
Τότε η μάνα μου μ' ανέβαζε
πάνω σε ξύλινο σκαμνί
φτιαγμένο πίσω απ' τα τείχη
με τους σταυρούς και με τα χρίσματα
κι έβλεπα την περιφορά καλύτερα
μπρος απ' το μαγαζί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου