Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Η Ερωμένη Απολεσθέντων Θαυμάτων

 Α

Ξύπναγα με το προοίμιο πρόσωπό σου ανάσκελο
Πλεούμενο άχτι. Πλεούμενο χαμόγελο. Συγχρόνως.
Λύθηκαν τα όνειρα από τους κάβους
Αγκυροβολημένες ερινύες-πίστεις λαμπρές-
Στο νόημα του ουρανού σου-το ξάστερο!-
Έχεις ουρανό που δεν πληγώνεται ποτέ.
Ανέκαθεν χτυπιόσουν από την αχόρταγη ταχύτητα της τυχαιότητας.
Εκκλησία νήσος με εμμένοντες αγίους
Έλα δώσε μου λίγο όνειρο ακόμα
Δώσε μου και λίγο μίσος να κρυφτώ,
Σε ήχο βυζαντινό, πλάγιο δεύτερο
Το μοιρολόι ξίφος κρεμασμένο,
Πιστόλι της φωτιάς
Γιαταγάνια που κουδουνίζουν απλώς…
Και κατεβαίνει ο Όλυμπος λίγο πιο κάτω απ’ τη Σελήνη
Τις κορυφές του ν’ απαλύνει απ’ το χλωμό το φως
Κι εγώ στον Ήλιο σου γέρνω-και μοιράζομαι-
Σαν σαύρα που νωχελικά στριφογυρνά
Από τα μάγια να συρθεί ως το Χάος…
Κυματίζει και μια μπλε θλίψη
Ατσάλινη τη μνήμη να εμβαπτίζει
Να σε παντρεύεται με όρκο βαρύ
Και δαχτυλίδι αιώνιας υποταγής
Γέφυρα πλωτή σε φαράγγι λησμονιάς
Εγώ μαθητής απλότητας, λιτής ένδυσης
Και θεατής στα σπέρματα της ανεμικής ψυχής σου.
Ήταν ασχήμια της τύψης η συνείδηση
Πότε πότε περιβόλι, του αθέατου το άχθος
Πότε πότε καμίνι της φθοράς
Και πότε της αφθαρσίας το άυλο
-Δάχτυλα γλώσσα στόμα
Τα ζωντανά τα μέλη μου
-μέλος, χορός και στάσιμα-
Και το μυαλό ανάποδα
Πολυτάραχοι ιεροφάντες
Εξαύλωσαν τις προσκυνήτριες εικόνες σου
-Στην πιο αληθινή κορυφή μου
Καινούριο το φανέρωμα
Μετανοητικών αφών
Φωτιά και σίδερο το πένθος
Σπαθιές…
-Αγγίζομαι απαλά, να τον περάσω λίγο ανώδυνα,
Το χρόνο αυτόν του σκοταδιού,
Μα, χάδι απ’ το αόρατο δεν παίρνω ούτε ένα
-Φλογίζονται βραχώδεις οι ερημιές μου
Παραδίνονται σε μελαμψά αισθήματα
Και ματωμένος ο μανδύας μου σκεπάζει
Το, άλλοτε, τριανταφυλλί ακέραιων απογευμάτων
Η Σκόπελος τυφλός μάντης προφήτεψε
Με παίξανε ξανά στο σιντριβάνι
Βασίλειο των κερμάτων
-Μου φόρεσαν άλλο σώμα
Το είπαν θαύμα βιβλικό
Ενώ καιγόμουν από το φως του
Κι αναζητούσα το παλιό
-Ο άνεμος μ’ αγάπησε σφοδρά.
Θα μ’ αγαπά για πάντα.
-Υποσχέθηκε. Έφερε δώρα.
Πέταλα χνουδωτά από αγγέλων τα φτερά
Εύθραυστα κι αυτά…
Μ’ έντυσε αγιότητα μα δεν ήξερα τι να την κάνω
Έφηβη ακόμα, ενδοστρεφής και παρθένος…
-Το ραντισμένο μου μυαλό από δροσιές των κήπων
Από διαιώνιων ρύπων των ενοχών το πότισμα
Από πού έρχεται άραγε και πού τραβάει ο κόσμος
Κι ολότελα πιο μόνος, θα κατοικείται στα ρηχά
Με ράσα και με ενδύματα φτηνά
Κι ούτε που θα ’χει τίποτα πραγματικά δικό του
Εκτός απ’ το θεό του
Τον επινοημένο.
Αφού δαπάνησε τις ομορφιές, τις ξόδεψε στα πάρκα των ηρώων
Και στα μπάρκα των αγαλμάτων με τις στέρεες θλίψεις
Κλαδιά των δέντρων που ίσως ν’ αγκαλιάζονται
Με ανεξέλεγκτη τρυφερότητα
-θέλοντας και μη-
Όσων δέντρων βέβαια είναι κοντά
Και πλέκονται οι κορφές τους.
Μπορεί κι οι ρίζες τους…
Κλουβιά που θα γεμίσουν γεράκια κι αετούς
Από πάνω τους θα κρέμονται Σινά και Αραράτ
Τι τρύπια η κιβωτός! Τι σύγκρουση!
Ελιές που γνέθουν μαρμάρινους κάβους
Χρυσάνθεμα που αυτοκτονούν στο Ζάλογγο
Κυκλάμινα του γκρεμού του Καιάδα
Φιλούν τα βέβαια ίχνη αμφίβολων αγγέλων…
-Να πεθαίνω-πώς γίνεται;-από των ίδιων των σφυγμών μου
Τ’ αγριοχτυπήματα…
-Μυρίζω τον καπνό και το μπαρούτι, κλεφτά,
Απ’ της νύχτας τα παρατηρητήρια
Ακολουθώ τις ενοχές μου που μοιράζουν εδέσματα στα
Σκοτάδια
Και διαδηλώνω τους φόβους μου.
-Μα σε πιστεύω ακόμα εσένα, Θεέ.
Σε πιστεύω, τρυγητή της πίκρας μου.
Διαδηλώνεις κι εσύ με φτερά κλειστά και τρομαγμένα
Πυροτεχνήματα βουβά
Πανό λευκά.
Πόσες Μεγάλες Ιδέες μου γκρεμίστηκαν
Σ’ αυτό το δέσμιο,
Ανεικόνητο  Σώμα σου, Κύριε;
-Μίλα μου για μια φορά κι εσύ…
Σσσσσς…τα δαιμόνια ησύχασαν
Κοιμούνται Σσσσς…
Μου ψιθυρίζει από μακριά μια μοναχή πατρίδα
Για κάτι Φθινόπωρα απελπισμένα
Κι η ερήμωση πιο μόνη
Ενδοξότητα κορυφής
Στο πιο αρχαίο μπαλκόνι του Ολύμπου
Σήπεται ο αιώνια όμηρος λόγος της μεσονυκτίας
Και της ολονυκτίας κρύβεται το πελαγίσιο το αλογάκι
Μια γερασμένη ανάπηρη ακρίδα είσαι
Το ένα πόδι σου ακρωτηριασμένο
Πηδάς, όσο σου μένει, και διασταυρώνεσαι
Με ανάλαφρα πετάγματα πεταλούδων.
Δείξε μου, πού είναι ο τόπος του Χρόνου;
Πού είναι ο θρόνος του;
Νομίζω, πάνω σε μια ματωμένη δάφνη
Σκλαβωμένη πατρίδα
Προλαβαίνουμε, έλα…
Στο ύψος το βαθύτερο…
Της μπόρας το τριαντάφυλλο,
Το πιο σκούρο, το πιο δακρυσμένο,
Γεννήθηκες μέσα σε ένα τέτοιο…θυμάσαι…
Στα αύριο που θα ’ρθουν
Θα κάνω ωφέλιμους νυχτερινούς περιπάτους
Στα βροχερά σου μάτια
Πατρίδα γυμνή και ξεχασμένη
Στη βροχερή  και φιλόξενη σάρκα σου
Στα οστά των συμβόλων θ’ απευθύνω
Του αντίο ή του χαίρε τους χαιρετισμούς
-Αν ήθελα καλοκαίρι, πια δεν ξέρω
Το ζήταγα, πάντως, επιμόνως
Για τολμηρά χρόνια…
-Αιχμαλώτισα μια ανηφοριά στα σωθικά μου
Και για τα πέλματα μου, για να τα σώσω,
Γι’ αυτά έκανα μια θαλάσσια πράξη αγάπης
Τα βασάνισα πάνω σε κάρβουνα
Για να περπατήσω λίγο αργότερα πάνω στα
Κύματα…
-Να ήμουν άλλη…πώς;
-Να μου έριχνες για λίγο μυστικέ θεέ
Της χαράς το βέλος
Αντί γι’ αυτό με βρήκαν κατά μέτωπο
Σφαίρες από μνήμες μουντές και σκαιώδεις
Και μετά έτυχε Όλη η Μνήμη να με βρει
Στα μάτια,
Στο χρώμα αυτού του βράχου
-Συνόρεψα με αισθήματα ταπείνωσης
Σε βίασαν. Δες όμως! Χρυσίζει το σώμα σου
Σ’ αυτών των άδολων νερών την πτήση
Πώς να ξεχάσω την αλήθεια ταξιδεύοντάς σε…
-Ακρωτηριάστηκα ερευνώντας τα
Μεγάλα Πάθη του Σύμπαντος
-Αναστέναξαν η Μικρή και η Μεγάλη Άρκτος
Κοιτάζοντας τον απόκρυφο χρόνο μου,
Τον μύχιο κι ερημωμένο σαν μέλλον…
-Από πού αλλού να ξεφύγει το ασκητικό,
Το αυτοκρατορικό μου αίμα;
Απ’ τις πεπρωμένες κρήνες του θα τρέξει ξανά
Ας ήθελε κι άλλες πληγές ν’ αντέξει
Ας ήθελε μια αξιοπρέπεια να χυθεί πάνω της
Λευκό φως
Ω, ναι! Τα κοίταξα και τα άλλα μάτια σου πατρίδα
Εκείνα τα βραδινά
Και το ορμητικό στήθος σου το θήλασα και φώλιασα εκεί
ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ!
Άναψα κεράκια στο χώμα της ερήμου σου
Στα ποτάμια σου κάρφωσα με γλυκύτητα
Γυαλιστερά σπαθιά
Εναέριοι φρουροί άγγελοι άνοιγαν τις πύλες του κυανού Ουρανού σου
Ωκεανοί ο Ουρανός σου!
Μια βαριά μοίρα σε στήνει στον τοίχο της Μ. Παρασκευής.
Κινούμενη άμμος
Μα πάντα εσύ εκεί. Σαν παραμονή της μεγάλης Ανάστασης.
Επιτάφια λαμπάδα. Σταυρός αδικαίωτος.
Καρβουνάκι και λιβάνι.
Ανάσταση πάντα το Σάββατο το μακρινό από σένα.
Κάθε Σάββατο ανέγγιχτη η αναστάσιμη η πύλη
Ενθύμιο ανατολής
Το κεφάλι μου γέμισε σταυρωμένες ανατολές
Πάλι η θάλασσά σου ψάχνει τρύπα,
Ραγισματιά, να ρεύσει στο όνειρο.
-Θρόισμα γρασιδιού στο σπήλαιο το άγριο του μυαλού μου
Κατόρθωσα τη φρενική μου αγορά να την εξαγοράσω
Να την αδειάσω
-Ό, τι από μένα φαίνεται,
Κυνηγός του ανέφικτου κι ευάλωτο
Σαν άχρηστη μνήμη
Αναίσθητο μαχαίρι
Ένα ξένο σώμα, ξένο αίμα γιάτρεψες,
Το λύτρωσες σκοτώνοντάς το δυο φορές
Διδακτικό μαχαίρι
Προκάλεσες τη γνώση αυτού του ερείπιου αίματος.
-Το ψάθινο καπέλο μου ήταν άλλοτε
Βασιλική κορώνα
Το σκήπτρο μου τώρα τρέμει σαν μίσχος πάνω σε φόβο
Ενάντια. Πολέμια.
Δεσμεύω οράματα
Λύνομαι στο ακέραιο άπειρο άπυρο
Πώς φέγγει η μικρούλα θάλασσα!
Φεγγίτης αδιεξόδου
Η φάλαινα από αστερισμούς ξεχείλισε
Γύρω γύρω της γοργονικοί στεναγμοί
Χρώματα κόκκινα ακροβατούν
Στις απουσίες των γενναίων
Που δε θ’ αναγεννηθούν…
Βιωμένο το σώμα της επανάστασης
Το έκλεψαν, ανεπιστρεπτί
Μεσημεριάτικα μεθυσμένα ποτάμια
Κρουστά μου όνειρα
Είναι γκρεμός…
Πες πως ήρθε από τις παρακλήσεις, από τις δεήσεις
Ζήτησες σύντροφο. Ήρθε σαν φόνος
Με την αιθάλη πυρπολημένων καραβιών
Και των άσκοπων ενστίκτων τις παρεμβάσεις
Τι να τον κάνεις;
Ολόκληρη είσαι διαυγής γκρεμός
Στους καρπούς σου ήρθαν γλάροι. Κάθησαν.
Στους ώμους σου φεγγοβόλα αηδόνια
Ανέπνεε πιο δύσκολα η μοναξιά σου
Σκόρπισαν οι χάντρες από το γιορντάνι στο λαιμό σου
-να ήταν καλύτερα που έπαψε η θηλιά;
Σκόρπισαν τα παιδιά σου
Τ’ αρνήθηκες Μήδεια
Τα τίναξες με μίσος απ’ τον κόρφο σου
Τα γκρέμισες…
Μύρισε μια αγωνία παραμυθιού
Σαν έκκριση από τον πιο βαθύ, τον πιο μυστικό φόβο
Μύρισε του πέμπτου τραγικού σου μύθου
Η αθέατη Χειμωνία
Αντίκρυσες των άστρων τη συμπόνια και ντράπηκες
Έκρυψες πάλι το αληθινό σου πρόσωπο
Ντράπηκες
Τα άστρα γιατί σου προσέφεραν γενναιόδωρα,
Μια προσμονή καθαρότητας
Λαχτάρα αγνότητας.
Όχι φτηνές και πρόχειρες παραμυθίες.
Μια άχρωμη ηλικία σε προσπέρασε,
Κρατώντας στα δυο κομμένα χέρια της,
-της Αφροδίτης της  Μήλου τα ακρωτηριασμένα-,
Τα μήλα των Εσπερίδων
Και της Ιππολύτης τη ζώνη,
Αναμμένα κεράκια της λήθης.
Μια άλλη μορφή καθαγιασμένης Πανσελήνου
-Παναγίας Μητέρας-
Με κοίταξε πρεσβυωπικά
Επένδυσα έστω σ’ αυτό το μακρινό βλέμμα.
Η μορφή Σου καθημαγμένη κι αιωρούμενη
Μέσα σε μια ακαταστασία ακαθόριστης ομίχλης
Ο πόλεμος είναι, που τραγουδάει άσμα σκληρό
Έπειτα, θύελλες μόνο σ’ ερωτεύτηκαν
Και λάμψεις ξεστρατισμένων αστραπών.
Φτερά πέφτουν απ’ τους ουρανούς,
Πνευμάτων αγίων,
Κραδαίνουν όπως ακουμπούν τον ομφαλό σου,
-του Κόσμου, του Σύμπαντος-,
Την κοιλιά σου τη γυμνή κι ελπιδοφόρα
Τραντάζεται η μήτρα σου από σπασμούς.
Και πιο πολύ σ’ αυτή τη γέννα σου, του πέμπτου σου αιώνα!
Πριν σκοτεινιάσει και γκρεμιστεί ο κόσμος,
Να τρέξω.
Ν’ ανοίξω τα παράθυρα μπροστά στις πορτοκαλιές
Του Φόδελε,
Στις κερασιές της Πέλλας
Να κρεμαστώ σε αμάραντους ορίζοντες
Να θυσιαστώ στη δροσιά των ρόδων
Και για του καιρού τις εντυπώσεις.
Η τραγωδία των μνημάτων από το χώμα σου αντλεί
Τη βραδύτητα της αθωότητας
Αλλά και της ενοχής σου την αμόλυντη Ιέρεια.
Εδώ θαμμένα όλα. Σ’ αυτό το χώμα.
Το παλιό και το καινούριο.
Το παρόν και το συμμέτοχο.
Το στέρεο και το ρευστό.
Το ακμαίο, το κραταιό, το παρηκμασμένο.
Το γηραιό και το εφηβικό.
Το άπειρο, το απείθαρχο, το καταχτυπημένο.
Το μπολιασμένο με αίμα κινδυνοφόρων ιδανικών.
Το άσπιλο.
Το στικτό από βόλια τιποτένιων κουρσάρων.
Όλα εδώ θαμμένα.
Κι η στάχτη σου η ολισθηρή, στο μέλλον-καινούρια-
Τινάζεται.
Βρίζω εκείνα τα φτερά
Που με στροβίλισαν σε χώματα ξένα
Μακριά από σένα
Μακριά από σένα.
-Που έτρεξαν πάνω στο δέρμα μου
Μαύρα ολοσκότεινα φαριά
Και σπέρματα ανεξήγητα
-από καλή τύχη, όχι πιο μέσα-
Υγρές δόξες μακάριες
Κι ακέφαλες ιδέες.
Γονιμοποίησες ξανά την Ερημία
-…Κι έπεφτε το δέρμα μου στην πλήξη των καιρών
Και τρανταζόταν το μεσημέρι,
Δέντρο σεισμικό που του έπεφταν τα φύλλα,
Οι καρποί, άνθη, πουλιά,
Κλαδιά στο χώμα.
Ξεφλουδιζόταν,
Τραυματιζόταν
Πλήγιαζε ανεπανόρθωτα.
Οι λύκαινες των εξουσιών αδηφάγες,
Έτρωγαν, κατέτρωγαν, ό, τι έβρισκαν από το ταλανισμένο σώμα σου.
Άνοιξες
Στεφάνια
Την παρθενία του φλοιού σου.
Στη φυλακή αφιέρωσα τη λάμψη του μετώπου σου
Στη φυλακή της Ελευθερίας
Ακέραιο, αδέξιο ξημέρωμα ήταν
Ζαρωμένο και χτιστό ολόγυρα
Σαν αλλόκοτος βωμός
Σκονισμένος και σιδερένιος.
Διαρκή άδεια ξημερώματα,
Όπου φάλαγγες υπερφίαλων παράσιτων
Έσφαζαν, στραγγάλιζαν
Τις πιο όμορφες ώρες σου
Τρομαγμένα ερίφια
Συνωστίζονταν στη ενδοχώρα
Υπερκείμενες δεξαμενές αίματος
Ξοδεμένοι και σπάταλοι στρατηγοί
Διαπίστωναν το αδιέξοδο
Έπειτα καθόταν στους λόφους και το χάζευαν από μακριά
Πολλές φορές επαναλαμβανόταν αυτή η ρέμβη,
Ατενισμός αδιεξόδων


Β

Και άλλες τόσες συναντήθηκες μυστικά με την κόλαση
Πυρηνικό ολοκαύτωμα
Αφιονισμένα τα φύλλα από τις ελιές
Από τις δάφνες
Τους κισσούς
Τ’ αρμυρίκια
Τις λεύκες
Τους ευκάλυπτους
Σε απειλούν
Δυστυχισμένη
Δυσοίωνη
Εφιαλτική
Πυροβολούν εν ψυχρώ
Διεπράχθη το έγκλημα
Ο ταχυδρόμος παρέδωσε
Την τελευταία αλληλογραφία
Γράμμα ανώνυμο
Τόπος εγκλήματος.
Προσπάθησαν να κρύψουν το σώμα σου
Αδύνατον!
Το κυανόλευκο μαντίλι σου φτερούγιζε ανέμελο
Στο διάφανο λαιμό σου,
Ανέμιζε υπερήφανο κι ασυμβίβαστο
Και το καντήλι σου έκαιγε τόσο φλογισμένο
Που τρομοκρατήθηκαν
Η υπόθεση έκλεισε, είπαν
Στους αιώνες των αιώνων
Όμως ήταν ένα κόλπο, έναν καιρό
Και δυο φορές…
Γι’ αυτό επέλεξαν και δεύτερο αντικείμενο εγκλήματος.
Χλωριούχο αιθύλιο. Ισχυρό αναισθητικό.
Φυσικά υπέθεσαν και απέβλεπαν στο
Χειρότερο για σένα.
Ακριβά παλιοσίδερα αδυνατούσαν
Να ξεπληρώσουν το χρέος τους.
Έμεινε ο Σκελετός σου
Πένθημα…
Πάλι δεν υπολόγισαν το τρίπτυχο ολοφώτιστο βλέμμα σου
Τίποτα δε χάθηκε απ’ αυτό
Ούτε το ελάχιστο αστέρι
Μυροβόλησε το άγριο βάθος του
Μοσχοβόλησε ο άγιος βυθός του.
Υπήρξαν και εποχές που διολίσθησες
Σαν χειμωνιάτικη αθέατη γάτα
Τριβόσουν στα πόδια τους.
Τότε ήταν, που κάποιοι λίγοι, δαυλίσαμε
Το Μεγάλο Ιδανικό σου
Κι ανασάλεψαν τα κάρβουνα
Πάρε φωτιά!
Ελευθερία ή θάνατος!
Δώσε μας ελευθερία!
Ψέλλισα μέσα από δάκρυα,
Πόσο μισώ την αντιποιητική σου όψη,
Δώσε μου εκείνη την όψη σου, τη Δίκοπη,
Μ’ αυτή να σπαθίζω παρωχημένες,
Δειλές ανασφάλειες.
Αιφνίδια τα χείλη σου άρθρωσαν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Οι νύχτες σου ανέβαιναν στην έκσταση των ουρανών,
Των υπέργειων θαυμάτων
Ούρλιαζαν οι νύχτες σου ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Τρέμουν όλοι στο λαμποκόπημά σου!
Ανατριχιάζουν και τα δευτερόλεπτα
Των Αγώνων και των Θυσιών
Σπούδασες τη φωτιά
Σπούδασες το αίμα
Τις αντιστάσεις
Τις φθορές
Τις απώλειες.
Δυστυχούσες…
Σχεδόν παραφυσικά απείραχτη.
Νυφικά βράδια
Άλλοτε πνιγηρά
Άλλοτε απροσάρμοστα
Σε ξένες άξενες συνθήκες
Ξένια πατρίδα, πώς γελούσες υπερθετικά!
Αβέβαιη
Ανέμελη δήθεν
Ξένοιαστη
Ανασκευάζοντας…ανακόλουθη
Αντιφατική
Σερφάροντας σε νέες καταιγίδες
Στα μελαγχολικά ανάγλυφα μισόφωτά σου
Προεξέχει το μέλλον
Υπερέχει το μέλλον
Σαν περίλυπο ευαγγέλιο.
Μια φορά χαιρετούσες διαρκώς το φεγγάρι
Μακρόσυρτη η άνοδός σου στον υψομετρικό ουρανό
Ανθίζει ήλιος στα μελανά, σκοτιδιασμένα τοπία,
Σταλμένος λες, νεογέννητος, από γυμνά χέρια Θεού.
Ψηλά τα άστρα. Πανέτοιμες σπάθες,
Χτύποι στο αμόνι
‘δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα’
Ανοιγοκλείνει η ρίζα μας με τις αναπνοές σου
Φωτοσυνθέτουν τα ολοκαίνουργα φυλλαράκια σου
Πέφτουν στον ύπνο σου όνειρα απαλά
Μενεξεδένια από το μωβ κάλυμμα της Μ. Παρασκευής
Χαμήλωσε πιο πολύ το μωβ κι άγγιξε τους ώμους σου,
Και τους τύλιξε σαν Αποσπερίτης.
Ανασαίνεις. Ζητιάνεψες δε ζητιανεύεις, αγνοώ…
Χαραμάδα να τρέξει από κει λίγο νερό αθάνατο,
Αθάνατος οίνος να σου βρέξει τα στεγνά,
Διψασμένα χείλια
Και μια μικρή, αθόρυβη γαλήνη, να δεις, πώς είναι να αλλάζεις,
Ν’ ανταλλάξεις για λίγο τον ίσκιο σου
Με μια αγέρωχη μοίρα.
Τι θα άξιζε ο τόπος σου δίχως άρμενα;
Με τα πουλιά της ερημιάς παρέα…
Φουρτουνιασμένοι φάροι στα πελάγη σου
Πότε θα σ’ αγγίξουν τα νερά της τύχης;
Λίμνες ποτάμια θάλασσες…
Σταμάτα!
Εσύ χάλασες τις μοίρες
Εσύ έπνιξες τα παιδιά σου
Εσύ βρώμισες το λευκό νυφικό σου
Εσύ…
Σταμάτα τώρα
Σταμάτα ν’ αγκαλιάσω τα παραθύρια σου
Που μου έμειναν,
Σαν η τελευταία στιγμή της θέας του κόσμου
Λέξεις τριγύρω θερισμένες από χέρια φτερουγιστά
Συλλαβιστές
Εικόνες τριγύρω γλιστρημένες απ’ τις χοάνες του χάους
Σε παίδεψαν; Παιδεύτηκες μόνη;
Λέξεις εικόνες και μορφές, ανώφελες σαν καλοκαίρια
Λέξεις υποσχέσεις λοξές
Θήλαζες υποσχέσεις
Θήλαζες ακόρεστα όρκους.
Ώσπου αναφώνησες φτάνει πια!
Εκμανούσες!
-Αφήστε με! Γνωρίζετε καλά, τα αύριό μου,
Από πού τα αντλώ
Αφήστε με στα τιτιβίσματα των τριζονιών,
Στις θλιμμένες μου μέρες,
Στις φτωχές αντιστάσεις μου,
Στο ηδονικό ρίζωμα του σκοταδιού
Να τυλιχτώ στην ανέμη,
Να γυρίσω όπως ξέρω
-αφού το παραδέχεστε, το ομολογήσατε-
Σας αρέσουν τα ψέματα και τα παραμύθια μου
Αφήστε με αφήστε με
Στο απόκρυφο ακοίμητο άλγος μου
Στη βασιλεία των αηδονιών
Στις αυτοκρατορικές μου θάλασσες
Στα περάσματα των καραβιών
Θα είμαι εδώ
Στην πλώρη του καραβιού του Θησέα,
Σκόπιμα δε θ’ αλλάζω τα μαύρα πανιά.
Στην πλώρη. Ατιμασμένο ακρόπρωρο
‘ ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; ‘
Θα σκεπάζομαι από ωραιότατους αφρούς
Λευκούς σταυρούς
Θα σκύβω πότε-πότε στις ανάσες του πελάγους
Τα κύματα
Αφήστε με
Το ξέρω, ζει. Όλα μου τα παιδιά ζουν.
Στους πελαγίσιους οικισμούς
Και δροσίζονται από τους δικούς μου μόνο
Θαλασσινούς τόπους
Γιατί όλοι οι τόποι είμαι εγώ
Όλοι οι κόσμοι είμαι εγώ
Και όλος ο χρόνος πάλι εγώ
Αφήστε με.
Χωρίς πυξίδα. Χωρίς θεό. Χωρίς κλεψύδρα.
Ξεχασμένη στο γαλάζιο ριπίδιο των κυμάτων.
Έχω τις αναμνήσεις μου, τις αρχαίες
Τρέμουλα και αδόξαστης και δοξασμένης σιωπής
Ωραίες κοιμώμενες απάτες
Νύχτες λευκές, μαρμάρινες
Καρυάτιδες, αιώνια παρθενικών ανέμων
Αγκαλιάσματα έχω.
-Κι αν είναι να σωπάσω για πάντα
Για πράγματα μακρινά ίσως κλάψω
Σε μια λιτανεία από τραγουδισμένους αγίους
Θεούς και δαίμονες
-Αφήστε με
Είμαι αιολική γη, το ξέρατε
Είμαι μια σφαίρα, απλώς συνδρομική.
-Ανάμεσα σε μεσημβρινούς και ισημερινούς
Παράλληλους
Κύκλους της διαφοράς
Ζυγιάζομαι στις αντανακλάσεις,
Στων αντικατοπτρισμών το στερέωμα.
Πολλοί με πλάνεψαν
Όμορφα μ’ εξαπάτησαν
Γιατί ερωτευόμουν συχνά.
Εύκολα.
Απερίσκεπτα.
Δώσε μου ένα βράδυ του κοχυλιού ή κάτι
Ανέγγιχτο από σένα, να έχω μαζί μου
Σε χρειάζομαι
Δώσε μου λίγο από το μπράτσο σου το μελανό,
Λιγάκι απ’ το χαμό σου
Ομίχλη απ’ τα μάτια σου
Κι από το μέτωπό σου φως
Απ’ το Αιγαίο άρωμα
Κήπους απ’ τα οράματά σου
Λίγο λοξό φεγγαράκι, κίτρινο,
Απ’ του μίσχους σου τον οβελίσκο
Απ’ του μίσους σου τον αφηνιασμένο απόηχο.
Απ’ τον βασανισμένο αυχένα σου περηφάνεια,
Αξιοπρέπεια.
-Λυπάμαι. Ούτε στιγμές δεν έμειναν. Τις πήραν κι αυτές.
Το ποιητικό μου σώμα κατέληξε
Υπέκυψε στην ηθική ανάγκη των δρόμων που βάδισα
Μ’ έθαψε η αλλοπρόσαλλη θρασύτητα των ηρώων μου
Η αλαζονεία των στρατηγών μου
Η έπαρσή τους…
-Ήμουν κάποτε ένας θεατής του τίποτα.
-Πού είναι η Πόλη μου;
Μήπως δε μ’ έπνιξαν οι ενοχές τότε;
Τη βίασαν αθρώα, κτηνώδη θηρία
Μήπως δε με πνίγουν ακόμα;
Άργησα να μιλήσω γι’ αυτό μου το κομμάτι
Γιατί νιώθω ντροπή.
-Κι η Σμύρνα μου, των Αιολέων;
‘ζει ακόμα εκεί ο Αλέξανδρος’
Στους πρόποδες του Πάγου
Κι ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος τη στόλισε
Το ‘ Γκιαούρ Ισμίρ’ έμεινε πιστό σε μένα
Μέχρι το τέλος.
-Κι η Μίλητός μου,
Στις εκβολές του Μαιάνδρου,
Πόσο τον λάτρεψαν τον Ποσειδώνα μου εκεί!
Και τον Δελφίνιο Απόλλωνα
Μου έφερε κι άλλα παιδιά να έχω στην αγκαλιά μου,
Τη Ναύκρατη, την Άβυδο, την Κύζικο,
Την Απολλωνία, τον Ίστρο, την Ολβία, τη Σινώπη.
Γίνεται να ξεχάσω το μαντείο των Διδύμων;
Τα λιμάνια του Θεάτρου και των Λεόντων;
-Του Καύστρου τη Έφεσο…
Το Αρτεμίσιο Θαύμα
Δίπτερος ο μαρμάρινος ναός της Αρτέμιδος
-Η Αλικαρνασσός του Ηροδότου
Η πιο μοιραία μου από τη δωρική Εξάπολη
Τώρα κοιμάται ανύποπτη στου Μαυσώλου τον τάφο
Πρίγκιπος
Αντιγόνη
Χάλκη
-Έχω χιλιάδες παιδιά και τα σκέφτομαι
Και τα θυμάμαι όλα
Κάθε μέρα
Κάθε στιγμή
Είμαι μαζί τους πάντα
-Στο τραπέζι μαζεμένες οι στιγμές οι ώρες οι σιωπές
Να δειπνήσουν την άρνηση
Μπουσουλάνε οι λεπτοδείκτες
Ανακατεύτηκα με ανθρώπους τάχα
Τάχα με ενδιαφέρουσες παρουσίες
Έπασχα μέσα στις αυταρχικές φροντίδες τους.
Η καλύτερη πόρτα που είχα, αδιέξοδη
-Νοθεύτηκε η ευλάβεια…
Κινδύνεψα από παραμορφώσεις των αντιθέτων,
Που ήμουν οπαδός τους
Διάπλαση, αστικοποίηση με αγύμναστη συνείδηση
Έθεσα;
Αίρω;
Κληρονόμησα το αφελές κριτήριο
-Αποσύρομαι θεολογική
Θυσιαστήρια
Εποπτεύω ατραπούς
-Μετά την αθώωσή μου, επικαιρότητα προφητική
Με παρέδωσε σε επιπλέον τρωτότητα
Στην αιχμαλωσία της δημοκρατίας
Με συνεπήραν τα αινίγματα, τα αδιέξοδα, τα διλήμματα
Αφομοιώθηκα στους φιλελεύθερους κραδασμούς
Χάσκουσα
Ανίχνευσα αμφίβολες παραλλαγές
Προσέγγισα και άλλα θαυματουργά βάθη κι έχω μάρτυρες γι’ αυτό.
Πειστικές εικόνες της μουσικής μου…
-Φάνηκαν τα σφάλματά μου, επιμελημένα και μη
Κοίτες
Μαντεία
Φρικτά μυστικά
Λυρισμοί
Διατεταγμένες θυσίες
-Θρηνώντας τα ποιητικά αίτια…
Τα πολεοδομικά κίνητρα…
Το μπετόν με καταβρόχθισε, στην πορεία
Με πληρέστερο, αρτιότερο, ωριμότερο πείσμα
Υπερασπίστηκα αμετακίνητη-λόγω τιμής-
Τα αμετάθετα, αμετάβατα όρια
Της ολικής έκλειψής μου
-Κι ας μου στέρησαν στυγνά και ωμά τα
Παιδιά μου
-Μήνες χρόνια εξόντωσης
Σε παρατεταμμένα πειράματα
-Εύπεπτοι διαχειρισμοί ευκολίας
Απονέκρωση
Ταρίχευση
-Στ’ αλώνια μου, ο Χάρος κι ο Διγενής
Με ιδιότροπα θεατρικά κοστούμια
Υπαινίχτηκαν καινούριες αναγνώσεις
Και ερμηνείες…
-Προδόθηκα ανελέητα
Έπαιξα τη στιγμή
Ναυάγησα παντού και στη Σελήνη
Διέσωσα το ένστικτό μου
Εκτελώντας γοητευτικές αντιφάσεις.
-Μυθολογώ
Επεξεργάζομαι πομπές
Πρόσφορα
Δε δέχομαι λύσεις-δόγματα
-Απαρατήρητοι πέρασαν
Οι μέγιστοι συνειρμοί μου
-Η αναμάρτητη πρεμιέρα,
Αφορούσε σχέδια και πλάνα απραγίας.
-Πολύχυμες οι αρθρώσεις του Μύθου μου
Κακοποιήθηκαν αδέξια
Αδικαίωτα…
-Θα με αναπαράξει τούτο το χώμα
-Ως κοινόχρηστη εμμονοληπτική ερωμένη
Κι ο πύρινος νυμφίος,
Μάρτυρας μιας θαυματοποιίας
-Λιτοί και άναρχοι σφυγμοί με διαφώτισαν,
Μου έδειξαν πώς θα πειθαρχώ στις διαδοχές τους.
-Καμπύλη
Οι καμπύλες μου…
Εντατικότερες οι προσποιήσεις
Φροϋδικοί οδηγοί…
-Ευτελείς απόπειρες αλλοίωσης
‘βροντεία και αστραπεία’
Μεστή, αφανής αρμονία
Αδιάκοπη…
Διεστράφη κάθε απόπειρα ενότητας
Φέρων οργανισμός δεν υπήρχε ούτε ένας
Ούτε λίθος ακρογωνιαίος
-Αμνήστευσα παλιότερα φαντάσματά μου
Πλάνα και τοπία μου
-Είμαι κατασκευάστρια πλοκής
Μια κολυμπήθρα με παλινωδίες
Μια κολυμπήθρα με άλογα σπερματικά ντοκουμέντα
Αδιέξοδη πτητική και πτωτική γη
Παίγνιο υποκατάστατων κυνισμών και αλαζονείας
-Παραπληρωματική ενανθρώπιση κάποιων ανέκκλητα
Ύποπτων εραστών μου
Το βολικό νοητό δεν άφησε περιθώρια
Στο ήδη υπάρχον σύστημα αναφοράς
Κάποιοι εκλογίκευσαν τους φόνους
Εγώ όμως ήμουν το αδικαίωτο ηφαίστειο,
Το τρεφόμενο από τη λάβα του
-Αυτοεξευμενίζομαι
Απαλλοτριώνω δικαιώματα, με θέα προγονοκτόνο
Μισώ
Απαγωγή της μοιχαλίδας
Σφαγή της μοιχαλίδας
Λιθοβολισμός
Κινητή κι ακίνητη τι ίδιο
Ανενεργό το δικαίωμα ενός-ας είναι-
Συμβατικού σημείου

Γ

Διαλέγομαι πότε με το Δία και τους κεραυνούς του
Πότε με την τρίαινα του Ποσειδώνα
Και συλλογικά με τον Σοφοκλή, τον Σωκράτη,
Τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη
-Με μειωμένη, εξαντλητή συνέπεια πια,
Διασπώμαι
Οι αποδόσεις και οι επιδόσεις, κακές
Σκηνοθέτησα, διένειμα, έπαιξα, έχασα
Απέκλεισα εμβολιασμούς
Αυτοπεριθωριοποιήθηκα
-Πάσχισα πολύ ν’ αποβάλω συμπλέγματα
Δομής-ιεραρχίας
Δημαγώγησα το πλήθος των ορθών μου σκέψεων
Αναδύθηκαν ζουλού ζόμπι και κουρέλια
Απέσπασα μόνο υποσχέσεις και υποσχέσεις
Θητεία ατέλειωτη…
Μετά επιτάχυνα τις διαδικασίες της
Διακυβερνητικής αναγκαιότητας
Επικίνδυνη εργολαβία
Για μια αστικότερη εκδοχή των
Αρχαίων δραμάτων μου
Για να ξαναβρώ τα ερείσματά μου.
-Νανουρίστηκα από τα ουτοπικά ψιθυρίσματα
Ξένων θεών
Νοστάλγησα τα παλιά μου είδωλα
Δαίμονες με πράττειν και ενεργείν
-Απροσδόκητη
Υστερική
Καθαρμένη
Το ανακοινωθέν νύξης στήριξής μου, πρόσκαιρο
Ρήξη
Αισθητικό θύμα…
Νοθεύτηκαν συνθήκες, ακαριαίες γραφές
Υπογραφές
Κεκλιμένα προσχήματα
Οπές
Αποκριάτικο υπόβαθρο…
-Έχω κι αυτό το συνταρακτικό προσόν
Της τεκνοποίησης.
Δεν μπορεί να αγνοηθεί.
-Περιορίστηκαν οι διαστάσεις μου
Οι εκτάσεις μου, οι εκστάσεις μου,
Σε ευθύγραμμα πεδία αυθαίρετης μηχανιστικής
Απωθημένη η σταθερή τάξη
Αναδιπλώνονται πρισματικά παράγωγα
Άναρχων μηχανισμών, ύποπτων…
Τουλάχιστον, αποδεσμεύτηκα από δαγκωματιές
Ολοκληρωτικών βασάνων
Τουλάχιστον, δεν παγιδεύτηκα στο μόλυσμα
Της θητείας τους
Παρεμπίπτουσα σε αχρείες καταφάσεις
Αναίρεσα αναγκαστικά,
Κάποια κομμάτια της Ιστορίας μου
-Τα εριστικότερα κομμάτια
‘ προς τη δόξα τραβώ’ ακυρωμένη
Φύσει και θέσει
-Με απάνθρωπα, εξαθλιωμένα παράπονα
Με υπομνήσεις μνησικακίας
Απόσβεση από ρομφαίες αγγέλων…
-Αφού καταχράστηκα κίνητρα και άλλοθι,
Και υπεξαίρεσα υποσχέσεις, τις πιο μεγάλες,
Άρχισα τους ψαλμούς…
Αν και δε μιλιέμαι με τους περισσότερους αγίους
Κι ο θεός πρέπει να έχει θυμώσει μαζί μου.
Καταληψία…
Ανομοιοκατάληκτοι προδότες
Ικέτιδα μονοσήμαντης άμυνας
Αναγκαία εξέλιξη: απόρριψη, έριδα, θηριωδίες
Εγώ: ανεστραμμένο είδωλο
-Η σοφιστική τέχνη καταλυτικό επιχείρημα
Εγχειρήματα πλατιάς ρητορείας
Για να μην μπουν και με αλωνίσουν ξανά
Φύσει, παρά φύσει…
Να κορέσουν οράσεις και ορέξεις
-Παρορμητικοί τελάληδες και ιεραπόστολοι
Με υποστήριξαν, με υπηρέτησαν
-εγώ ένιωσα τότε μια στιγμιαία ευφορία-
Με αρνήθηκαν με τον ίδιο ζήλο και πάθος
Με απονεύρωσαν με συμβατικές φόρμες
Ιέρεια κατάχρησης ανώφελων χρόνων.
Δεοντολογούσαν εις βάρος μου
Υπέρμαχοι της τρέχουσας ηθικής
Με κοίλους ερεθισμούς.
-συγκινησιακό ενδόσιμο-
-Κι άλλα πολλά ήρθαν.
Πολλά ακολούθησαν κι άλλα με ακολούθησαν
-ιχνηλατώντας-
Ούσα δαιμονική η κυρίαρχη τάξη
Των φαουστικών διλημμάτων
Εγώ, αθεράπευτα αναγεννησιακή.
Ωραίες πράξεις αστικού ήθους…
Παράλυση…
-Έφηβοι άγγελοι έκρουαν
Το χάος μου με φαταλιστικά σπαθιά
Με ενέπαιζαν
Για την υποχωρητική μου ποιότητα.
Μακάρια ως Αλκμήνη, δεχόμουν Δίες
Στο κρεβάτι μου, με τη μορφή του
Αμφιτρύονα
Παραπλανημένη, αποπλανημένη ες αεί.
Στη διαδοχή των Ιστορικών θρόνων του χρόνου
Συνένοχες ανάσες κι επίκληση συγχυσμένου δέους
Μπρεχτικές σκηνές
Συρροές συγκρούσεων
Και λανθάνοντα μονοπάτια γονιδίων
-Ένας λειτουργικότερος κώδικας συναξαριών
Με τονικότητες ψιθυριστών, αυτή τη φορά,
Υπαινιγμών για συναλλαγματικές
Χρηστικών υποσχέσεων…
Δε μου πήγαινε ιδιαίτερα και το σπαθί στο χέρι
Με αρμάτωσαν και με υποπροϊόντα
Με τις αναλογίες και τις αντιστοιχίες του
Δράματος
Με μια ευθύβολη α-ατεχνία
Ο μαρασμός…
Αρνήθηκα να παράγω κι άλλα ψεύτικα…
-Είχα κουραστεί πολύ
Προσευχήθηκα σε άδοντα θεό
Και ήλπισα ξανά στα θαύματα
Τα μεγάλα, τα θρησκευτικά…
-Σκέφτηκα να συγγενέψω περισσότερο με τη φιλοσοφία
Τη σκευή των άρτιων λόγων
Των λόγων της ψυχής,
Φερόμενη ως ποιητική-εκ νέου- πραγματικότητα και γη
Ήταν αργά για τέτοιο μέλημα…
Αλήτευα μακριά από το Θεό
Και τους αρχαίους φιλοσόφους
-Καταναλίσκομαι ακόμα σε μουρμουρίσματα
Ανταλλακτικών δεσμών
Σε κλειστοφοβικές μελωδίες,
Αδρανείς πλοηγήσεις.
-Εκπορνεύτηκα…
Καθείς εφ’ ω ετάχθη…
Δηλαδή…
Αντίξοες διασπάσεις συνόρων
Ηγεμονισμοί
Μια δυο φορές το χρόνο μ’ επισκέπτεται
Και η Σαχάρα
Διάφανες κτηνωδίες,
Φρικτά υποκειμενικές παρούσες μάγισσες,
Αισθησιακοί αραβισμοί πάνω στο σώμα μου
Εμπρησμοί
Τραγικές θάλασσες ναυαγίων.
-Εξαντλήθηκα, το παραδέχομαι
Είπα ν’ αφεθώ στο πνευματικό περιπετειώδες
Ταξίδι του…ύπνου
Να θυμάμαι πού και πού τη νοσταλγική σκόνη της ερήμου.
Εξωγήινο καταθλιπτικό ζόμπι
-Ευάλωτο ποιητικό υποκείμενο
Άχρηστη πια δύναμη,
Με ήθος αστικό
Κατάκτησα ό, τι μου έμενε να κατακτήσω
Το κυριάρχησα, το εξουσίασα φθισικά
Ήταν η σημαδεμένη, κατασκοπευμένη γοητεία μου
Και η θλίψη της ερημιάς μου
Ατρόφησα ως αιθέρια προσκυνήτρια των αναγκών μου
Πολιτισμικά πρελούδια
Ιντερμέντζο
-Με κατέλαβαν μικροαστικά ‘αγγελούδια’
Προαγωγοί
-Έκλεψα μοίρες.
Το πλήρωσα ακριβά
-Παρασημοφορήθηκα από ποιητική μέθη…
Ήμουν απλώς μια συμπληρωματική θυσία
Στην παγκόσμια φαυλότητα…
-Η σωτηρία μου έμοιαζε με βαρετό έγκλημα
Που επαναλαμβάνεται
-Αποκαλύφθηκαν οι αγορητές-φονιάδες
Κι εγώ ούρλιαζα:
Φυλαχτείτε απ’ τη φαντασία μου,
Ψυχροί, ‘έντιμοι’, διεστραμμένοι ανακτορητές!
Φυλαχτείτε από τη σουρεαλιστική μου εκδίκηση
Από τα θυμάρια, τις αμπέλους, το μάραθο,
Από τη βαριά μου νοσταλγία
Από τις βραχονησίδες
Κυρίως από τις ξαφνικές ευαίσθητες διαστολές μου!
-Φυλαχτείτε από την παλιά Ιστορία μου
-Από τους θυμωμένους θεούς και τους φιλοσόφους
Τους ποιητές, τα μάρμαρα
Τους Κούρους, τις Κόρες,
Τα αινιγματικά μου υποκείμενα…
Φυλαχτείτε!
Με κούρασαν οι σπασμοί των φοβήτρων σας
Φυλαχτείτε γιατί σηκώθηκα φρέσκια κι ολόδροση
Αυτό το ηλιόλουστο πρωινό
Ξύπνησα με χαρά και χάρη,
Έπλυνα το πρόσωπό μου
Και χτενίστηκα
Ετοιμάζομαι
Κατεβαίνω σε διαδήλωση και
Πορεία αθάνατη
Σε θεϊκή ακολουθία
Σε φιλήδονη παρακρουστική πομπή
Ονειροπόλα. Αυτό δεν αλλάζει.
Πάνοπλη
Πανέτοιμη ν’ αποτινάξω, ν’ αποδιώξω
Τις κακές ώρες
Τις κακές μέρες
Αποκτηνωμένους μάγους
Άσπλαχνους αλχημιστές
Την κυριαρχία του δεσποτικού υποσυνείδητου.
-Ξεκινώ και ψηλαφίζω δειλά-δειλά
Τις αψηλάφητες ως τώρα οδύνες μου
Κι εκεί,
Στα καμπαναριά των παπαρούνων και των ανεμώνων
Εμπιστεύομαι την αμιγή φωτιά του ξύλου, του πυρωμένου
Σίδερου, των χειρογράφων και των συγγραμμάτων μου
Κι έχω γράψει πολλά…
Και γράφω ακόμη…
-Ξεπροβάλλω, ακέραιο πορτρέτο
Στη λαμπρή άμαξα του ήλιου
Με ιδιότυπα αξιώματα
-Ανοχύρωτα και περιφρονημένα ως τώρα
Άγνωστα ίσως σ’ εσάς
-Σ’ εσάς με τη μαθηματική ηθική
Τα συμφέροντα
Σ’ εσάς τους ‘ένδειους’
Σ’ εσάς με τη συναισθηματική δυσλεξία, μιλάω
Με τη συναισθηματική αναπηρία…
Σ’ εσάς μιλάω με τα κυρτά πανέρια,
Που ήρθατε να με μαζέψετε
Να με δρέψετε σαν στάχυ ευάλωτο
Και κουρασμένο…
-Φυλαχτείτε!
Προβάλλω εύρωστη
Ξηλώνω τις ραφές των περιοδικών μου συνόρων
Τελείωσε η εποχή της μερικότητος
Της βαλτώδους λάσπης και σκουριάς
Του τραυλίσματος
Των διυλιστηρίων…
Ό, τι πήρατε, πήρατε, αφέντες…
Τώρα θα έχετε τη δική μου επανάσταση
Θεωρήστε το μεγάλο προνόμιο που σας την προσφέρω
Γενναιόδωρα
Χάρισμα η φωτιά!
Θα σας γνωστοποιήσω και το γεωγραφικό σημείο
Έναρξης
Από δω.
Από το δρόμο.
Από τα Νέα Κτίρια, της ‘διαστημικής’ περιοχής,
Κάτω από το λόφο του Περάματος
Από δω, που κάποιος μάλλον ανενεργός άνευρος θεούλης,
Άφησε τα χνάρια του,
Σαν σκληρός σαρκασμός
Από δω,
Από τα αγριόχορτα και τις παράγκες
Από δω,
Θα δρασκελίσει η Ιδέα μου η Μεγαλύτερη
Και μπορεί στην αρχή να κάνει Κανά-δυό
Άτσαλα βήματα,
Ώσπου ν’ ανακαλύψει τα παράδοξα, παραμεθόρια,
Πανδαιμόνια επαναστατημένα άλματα!
Από δω,
Με βαρύ ερωτισμό και αυταπόδεικτο
Εξοπλισμό Μνήμης και Ιστορίας
Σώματα πολεμιστών με αυτοκρατορικά χέρια
-Αγρίεψαν τα μάτια μου, οι τένοντες, οι νευρώνες…
Το στικτό μου σώμα από σφαίρες ‘ιπποτών’
Και πυροβολισμούς ‘αγίων’,
Ακροβολίζεται σε ελεύθερους, ιμπρεσσιονιστικούς ορίζοντες
Θέλω να νιώσω την απελευθέρωση του Χρόνου μου,
Των αιώνων, των χιλιετηρίδων
Με λάμψεις εναργείς και παρατεταμμένες
Με σπασίματα χρηστών εικόνων.
Βασίλευα κάποτε, βασιλευόμενη άναρχα
Από μισθοφορικούς υπηκόους
Ευτυχώς χήρεψα από συζύγους και ερωμένους σκάρτους…
Από ελαστικούς θεματοφύλακες-εραστές
Παρελαύνω Παρθενική…
-Έμειναν μόνο κάποια ταραγμένα αδιέξοδα κύματα
Που κρυφοκοιτάζουν από την πιο μακρινή,
Ξεχασμένη και οριστική Ιθάκη του αναποδογυρισμένου
Μυαλού μου.
Ο γοητευτικός προορισμός σάρωσε τις
Μεγάλες Προσμονές
Φωτισμένων καραβιών
Κι ευτυχώς ακόμη δεν το έμαθα ‘Ιθάκες τι σημαίνουν’
Και τι σημαίνουν Κύθηρα…
Πελώριες Χίμαιρες…
Τέρατα της ανάγκης και της ένδειας, αφορισμένα…
Κατάρες επιθυμιών…
Σχολάνε οι ενοχές
Λόγω πένθους…
-Και δε θα πέσω στα νύχια μοιρολογιών
Και ρολογιών
Και παρηγοριάς
Και εξαίσιων παρηγορητών
Ούτε στα δόντια κανιβαλισμένων κυβερνώντων…
-Καινούρια στεφάνια φτιάχνω για τους νικητές μου!
-Μπορεί να μη μεταβληθεί η παλιά μου θλίψη
Μπορεί να μετουσιωθεί σε μια καινούρια
Με άλλες διαστάσεις
Όμως δε θα επιστρέψω στα παλιά μου δίχτυα,
Τουλάχιστον, όχι σε μια ανήθικη ελευθερία
-Και μπορεί να χρειαστεί πάλι να περιπλανηθώ εκουσίως,
Στα υπονοούμενα άστρα ‘Κάνωπος και Αχενάρ’
-Ακατάστατη οιηματίας
Αλλά με ισχυρό ‘γίγνεσθαι’
-Στις δακρυδόχες θ’ αποθέσω μόνο δειλία
Για πάντα σφραγισμένη
-Το ψυχρό μεθύσι, κρατήστε το για σας
Που διαχειρίζεστε τυχαία τα αποστήματα…
Εγώ κρατώ τις επιθυμικές αισθήσεις
Πολέμησα και το μυαλό μου ακόμα
Για να ζήσω
Τώρα είναι η ώρα να δρέψω τη μακριά κώμη του
Θανάτου
-Ποτέ δεν φαντάστηκα τον Προμηθέα μου,
Τον Οιδίποδα, τον Ιάσονα, τον Αχιλλέα,
Τον Οδυσσέα και τον Θησέα,
Αρωματισμένους, ταπεινωμένους κι ακόρεστους λαθροκυνηγούς θαυμάτων…
-Ακροτελεύτιος κρίκος η διάνοιά μου…
-Μηχανοποίητη φυλή απατημένων κι απατεώνων…
-Τώρα είμαι εδώ.
Τρυγήτρια του γητεύματος του μεγαλύτερου Όχι
Της πιο βαθιάς Άρνησης
Γιατί τ’ ανεμόφερτα κουδουνίσματά σας,
Μόνο με ζάλισαν, τίποτα άλλο.
Ασφαλώς δεν κατάφεραν να σαλέψουν ούτε στιγμή
Την ακραιφνή απόφαση για την Επανάσταση.
-Τώρα είμαι εδώ,
Να μεταγγίσω περίβλεπτα, θαμμένα-όχι χαμένα-
Μυστικά
Να συνορέψω με πάθη απόλυτης Ελευθερίας.
-…Και στο Θεό μου τον Έναν το ορκίστηκα από
Την αρχή,
Να εξολοθρεύσω τους πλανόδιους, εκκεντρικούς,
Παρασιτικούς, διαστροφικούς εραστές μου
Έναν-έναν
Σε αποθεώνω στις οδύνες
Στων μεγάλων οδυρμών το στερέωμα
Και στης ανίκητης
Αστέγαστης
Ασίγαστης
Ανέστιας
Ως τώρα
Ελευθερίας Σου
Το αντιθεωρητικό
Πάθος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.