Πυρηνικό ολοκαύτωμα
Αφιονισμένα τα φύλλα από τις ελιές
Από τις δάφνες
Τους κισσούς
Τ’ αρμυρίκια
Τις λεύκες
Τους ευκάλυπτους
Σε απειλούν
Δυσοίωνη
Εφιαλτική
Διεπράχθη το έγκλημα
Την τελευταία αλληλογραφία
Γράμμα ανώνυμο
Τόπος εγκλήματος.
Αδύνατον!
Το κυανόλευκο μαντίλι σου φτερούγιζε ανέμελο
Στο διάφανο λαιμό σου,
Ανέμιζε υπερήφανο κι ασυμβίβαστο
Και το καντήλι σου έκαιγε τόσο φλογισμένο
Που τρομοκρατήθηκαν
Στους αιώνες των αιώνων
Όμως ήταν ένα κόλπο, έναν καιρό
Και δυο φορές…
Γι’ αυτό επέλεξαν και δεύτερο αντικείμενο εγκλήματος.
Χλωριούχο αιθύλιο. Ισχυρό αναισθητικό.
Φυσικά υπέθεσαν και απέβλεπαν στο
Χειρότερο για σένα.
Να ξεπληρώσουν το χρέος τους.
Πένθημα…
Πάλι δεν υπολόγισαν το τρίπτυχο ολοφώτιστο βλέμμα σου
Τίποτα δε χάθηκε απ’ αυτό
Ούτε το ελάχιστο αστέρι
Μυροβόλησε το άγριο βάθος του
Μοσχοβόλησε ο άγιος βυθός του.
Σαν χειμωνιάτικη αθέατη γάτα
Τριβόσουν στα πόδια τους.
Το Μεγάλο Ιδανικό σου
Κι ανασάλεψαν τα κάρβουνα
Πάρε φωτιά!
Ελευθερία ή θάνατος!
Δώσε μας ελευθερία!
Πόσο μισώ την αντιποιητική σου όψη,
Δώσε μου εκείνη την όψη σου, τη Δίκοπη,
Μ’ αυτή να σπαθίζω παρωχημένες,
Δειλές ανασφάλειες.
Οι νύχτες σου ανέβαιναν στην έκσταση των ουρανών,
Των υπέργειων θαυμάτων
Ούρλιαζαν οι νύχτες σου ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Ανατριχιάζουν και τα δευτερόλεπτα
Των Αγώνων και των Θυσιών
Σπούδασες το αίμα
Τις αντιστάσεις
Τις φθορές
Τις απώλειες.
Σχεδόν παραφυσικά απείραχτη.
Άλλοτε πνιγηρά
Άλλοτε απροσάρμοστα
Σε ξένες άξενες συνθήκες
Αβέβαιη
Ανέμελη δήθεν
Ξένοιαστη
Ανασκευάζοντας…ανακόλουθη
Αντιφατική
Σερφάροντας σε νέες καταιγίδες
Προεξέχει το μέλλον
Υπερέχει το μέλλον
Σαν περίλυπο ευαγγέλιο.
Μακρόσυρτη η άνοδός σου στον υψομετρικό ουρανό
Ανθίζει ήλιος στα μελανά, σκοτιδιασμένα τοπία,
Σταλμένος λες, νεογέννητος, από γυμνά χέρια Θεού.
Ψηλά τα άστρα. Πανέτοιμες σπάθες,
Χτύποι στο αμόνι
‘δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα’
Φωτοσυνθέτουν τα ολοκαίνουργα φυλλαράκια σου
Πέφτουν στον ύπνο σου όνειρα απαλά
Μενεξεδένια από το μωβ κάλυμμα της Μ. Παρασκευής
Χαμήλωσε πιο πολύ το μωβ κι άγγιξε τους ώμους σου,
Και τους τύλιξε σαν Αποσπερίτης.
Χαραμάδα να τρέξει από κει λίγο νερό αθάνατο,
Αθάνατος οίνος να σου βρέξει τα στεγνά,
Διψασμένα χείλια
Και μια μικρή, αθόρυβη γαλήνη, να δεις, πώς είναι να αλλάζεις,
Ν’ ανταλλάξεις για λίγο τον ίσκιο σου
Με μια αγέρωχη μοίρα.
Πότε θα σ’ αγγίξουν τα νερά της τύχης;
Λίμνες ποτάμια θάλασσες…
Εσύ χάλασες τις μοίρες
Εσύ έπνιξες τα παιδιά σου
Εσύ βρώμισες το λευκό νυφικό σου
Εσύ…
Σταμάτα τώρα
Που μου έμειναν,
Σαν η τελευταία στιγμή της θέας του κόσμου
Λέξεις τριγύρω θερισμένες από χέρια φτερουγιστά
Συλλαβιστές
Εικόνες τριγύρω γλιστρημένες απ’ τις χοάνες του χάους
Σε παίδεψαν; Παιδεύτηκες μόνη;
Λέξεις εικόνες και μορφές, ανώφελες σαν καλοκαίρια
Λέξεις υποσχέσεις λοξές
Θήλαζες υποσχέσεις
Θήλαζες ακόρεστα όρκους.
Ώσπου αναφώνησες φτάνει πια!
Εκμανούσες!
Από πού τα αντλώ
Αφήστε με στα τιτιβίσματα των τριζονιών,
Στις θλιμμένες μου μέρες,
Στις φτωχές αντιστάσεις μου,
Στο ηδονικό ρίζωμα του σκοταδιού
Να τυλιχτώ στην ανέμη,
Να γυρίσω όπως ξέρω
-αφού το παραδέχεστε, το ομολογήσατε-
Σας αρέσουν τα ψέματα και τα παραμύθια μου
Αφήστε με αφήστε με
Στο απόκρυφο ακοίμητο άλγος μου
Στη βασιλεία των αηδονιών
Στις αυτοκρατορικές μου θάλασσες
Στα περάσματα των καραβιών
Θα είμαι εδώ
Στην πλώρη του καραβιού του Θησέα,
Σκόπιμα δε θ’ αλλάζω τα μαύρα πανιά.
Στην πλώρη. Ατιμασμένο ακρόπρωρο
‘ ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; ‘
Θα σκεπάζομαι από ωραιότατους αφρούς
Λευκούς σταυρούς
Θα σκύβω πότε-πότε στις ανάσες του πελάγους
Τα κύματα
Αφήστε με
Το ξέρω, ζει. Όλα μου τα παιδιά ζουν.
Στους πελαγίσιους οικισμούς
Και δροσίζονται από τους δικούς μου μόνο
Θαλασσινούς τόπους
Γιατί όλοι οι τόποι είμαι εγώ
Όλοι οι κόσμοι είμαι εγώ
Και όλος ο χρόνος πάλι εγώ
Αφήστε με.
Χωρίς πυξίδα. Χωρίς θεό. Χωρίς κλεψύδρα.
Ξεχασμένη στο γαλάζιο ριπίδιο των κυμάτων.
Έχω τις αναμνήσεις μου, τις αρχαίες
Τρέμουλα και αδόξαστης και δοξασμένης σιωπής
Ωραίες κοιμώμενες απάτες
Νύχτες λευκές, μαρμάρινες
Καρυάτιδες, αιώνια παρθενικών ανέμων
Αγκαλιάσματα έχω.
Για πράγματα μακρινά ίσως κλάψω
Σε μια λιτανεία από τραγουδισμένους αγίους
Θεούς και δαίμονες
Είμαι αιολική γη, το ξέρατε
Είμαι μια σφαίρα, απλώς συνδρομική.
Παράλληλους
Κύκλους της διαφοράς
Ζυγιάζομαι στις αντανακλάσεις,
Στων αντικατοπτρισμών το στερέωμα.
Πολλοί με πλάνεψαν
Όμορφα μ’ εξαπάτησαν
Γιατί ερωτευόμουν συχνά.
Εύκολα.
Απερίσκεπτα.
Ανέγγιχτο από σένα, να έχω μαζί μου
Σε χρειάζομαι
Δώσε μου λίγο από το μπράτσο σου το μελανό,
Λιγάκι απ’ το χαμό σου
Ομίχλη απ’ τα μάτια σου
Κι από το μέτωπό σου φως
Απ’ το Αιγαίο άρωμα
Κήπους απ’ τα οράματά σου
Λίγο λοξό φεγγαράκι, κίτρινο,
Απ’ του μίσχους σου τον οβελίσκο
Απ’ του μίσους σου τον αφηνιασμένο απόηχο.
Απ’ τον βασανισμένο αυχένα σου περηφάνεια,
Αξιοπρέπεια.
Το ποιητικό μου σώμα κατέληξε
Υπέκυψε στην ηθική ανάγκη των δρόμων που βάδισα
Μ’ έθαψε η αλλοπρόσαλλη θρασύτητα των ηρώων μου
Η αλαζονεία των στρατηγών μου
Η έπαρσή τους…
Μήπως δε μ’ έπνιξαν οι ενοχές τότε;
Τη βίασαν αθρώα, κτηνώδη θηρία
Μήπως δε με πνίγουν ακόμα;
Άργησα να μιλήσω γι’ αυτό μου το κομμάτι
Γιατί νιώθω ντροπή.
‘ζει ακόμα εκεί ο Αλέξανδρος’
Στους πρόποδες του Πάγου
Κι ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος τη στόλισε
Το ‘ Γκιαούρ Ισμίρ’ έμεινε πιστό σε μένα
Μέχρι το τέλος.
Στις εκβολές του Μαιάνδρου,
Πόσο τον λάτρεψαν τον Ποσειδώνα μου εκεί!
Και τον Δελφίνιο Απόλλωνα
Μου έφερε κι άλλα παιδιά να έχω στην αγκαλιά μου,
Τη Ναύκρατη, την Άβυδο, την Κύζικο,
Την Απολλωνία, τον Ίστρο, την Ολβία, τη Σινώπη.
Γίνεται να ξεχάσω το μαντείο των Διδύμων;
Τα λιμάνια του Θεάτρου και των Λεόντων;
Το Αρτεμίσιο Θαύμα
Δίπτερος ο μαρμάρινος ναός της Αρτέμιδος
Η πιο μοιραία μου από τη δωρική Εξάπολη
Τώρα κοιμάται ανύποπτη στου Μαυσώλου τον τάφο
Αντιγόνη
Χάλκη
Και τα θυμάμαι όλα
Κάθε μέρα
Κάθε στιγμή
Είμαι μαζί τους πάντα
Να δειπνήσουν την άρνηση
Μπουσουλάνε οι λεπτοδείκτες
Ανακατεύτηκα με ανθρώπους τάχα
Τάχα με ενδιαφέρουσες παρουσίες
Έπασχα μέσα στις αυταρχικές φροντίδες τους.
Κινδύνεψα από παραμορφώσεις των αντιθέτων,
Που ήμουν οπαδός τους
Έθεσα;
Αίρω;
Κληρονόμησα το αφελές κριτήριο
Θυσιαστήρια
Εποπτεύω ατραπούς
Με παρέδωσε σε επιπλέον τρωτότητα
Στην αιχμαλωσία της δημοκρατίας
Με συνεπήραν τα αινίγματα, τα αδιέξοδα, τα διλήμματα
Αφομοιώθηκα στους φιλελεύθερους κραδασμούς
Χάσκουσα
Ανίχνευσα αμφίβολες παραλλαγές
Προσέγγισα και άλλα θαυματουργά βάθη κι έχω μάρτυρες γι’ αυτό.
Πειστικές εικόνες της μουσικής μου…
Κοίτες
Μαντεία
Φρικτά μυστικά
Λυρισμοί
Διατεταγμένες θυσίες
Τα πολεοδομικά κίνητρα…
Το μπετόν με καταβρόχθισε, στην πορεία
Με πληρέστερο, αρτιότερο, ωριμότερο πείσμα
Υπερασπίστηκα αμετακίνητη-λόγω τιμής-
Τα αμετάθετα, αμετάβατα όρια
Της ολικής έκλειψής μου
Παιδιά μου
Σε παρατεταμμένα πειράματα
Απονέκρωση
Ταρίχευση
Με ιδιότροπα θεατρικά κοστούμια
Υπαινίχτηκαν καινούριες αναγνώσεις
Και ερμηνείες…
Έπαιξα τη στιγμή
Ναυάγησα παντού και στη Σελήνη
Διέσωσα το ένστικτό μου
Εκτελώντας γοητευτικές αντιφάσεις.
Επεξεργάζομαι πομπές
Πρόσφορα
Δε δέχομαι λύσεις-δόγματα
Οι μέγιστοι συνειρμοί μου
Αφορούσε σχέδια και πλάνα απραγίας.
Κακοποιήθηκαν αδέξια
Αδικαίωτα…
-Ως κοινόχρηστη εμμονοληπτική ερωμένη
Κι ο πύρινος νυμφίος,
Μάρτυρας μιας θαυματοποιίας
Μου έδειξαν πώς θα πειθαρχώ στις διαδοχές τους.
Οι καμπύλες μου…
Εντατικότερες οι προσποιήσεις
Φροϋδικοί οδηγοί…
Μεστή, αφανής αρμονία
Αδιάκοπη…
Φέρων οργανισμός δεν υπήρχε ούτε ένας
Ούτε λίθος ακρογωνιαίος
Πλάνα και τοπία μου
Μια κολυμπήθρα με παλινωδίες
Μια κολυμπήθρα με άλογα σπερματικά ντοκουμέντα
Αδιέξοδη πτητική και πτωτική γη
Παίγνιο υποκατάστατων κυνισμών και αλαζονείας
Ύποπτων εραστών μου
Το βολικό νοητό δεν άφησε περιθώρια
Στο ήδη υπάρχον σύστημα αναφοράς
Κάποιοι εκλογίκευσαν τους φόνους
Εγώ όμως ήμουν το αδικαίωτο ηφαίστειο,
Το τρεφόμενο από τη λάβα του
Απαλλοτριώνω δικαιώματα, με θέα προγονοκτόνο
Μισώ
Σφαγή της μοιχαλίδας
Λιθοβολισμός
Κινητή κι ακίνητη τι ίδιο
Ανενεργό το δικαίωμα ενός-ας είναι-
Συμβατικού σημείου
Πότε με την τρίαινα του Ποσειδώνα
Και συλλογικά με τον Σοφοκλή, τον Σωκράτη,
Τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη
Διασπώμαι
Οι αποδόσεις και οι επιδόσεις, κακές
Σκηνοθέτησα, διένειμα, έπαιξα, έχασα
Απέκλεισα εμβολιασμούς
Αυτοπεριθωριοποιήθηκα
Δομής-ιεραρχίας
Δημαγώγησα το πλήθος των ορθών μου σκέψεων
Αναδύθηκαν ζουλού ζόμπι και κουρέλια
Απέσπασα μόνο υποσχέσεις και υποσχέσεις
Θητεία ατέλειωτη…
Μετά επιτάχυνα τις διαδικασίες της
Διακυβερνητικής αναγκαιότητας
Επικίνδυνη εργολαβία
Για μια αστικότερη εκδοχή των
Αρχαίων δραμάτων μου
Για να ξαναβρώ τα ερείσματά μου.
Ξένων θεών
Νοστάλγησα τα παλιά μου είδωλα
Δαίμονες με πράττειν και ενεργείν
Υστερική
Καθαρμένη
Το ανακοινωθέν νύξης στήριξής μου, πρόσκαιρο
Ρήξη
Αισθητικό θύμα…
Υπογραφές
Κεκλιμένα προσχήματα
Οπές
Αποκριάτικο υπόβαθρο…
Της τεκνοποίησης.
Δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Οι εκτάσεις μου, οι εκστάσεις μου,
Σε ευθύγραμμα πεδία αυθαίρετης μηχανιστικής
Απωθημένη η σταθερή τάξη
Αναδιπλώνονται πρισματικά παράγωγα
Άναρχων μηχανισμών, ύποπτων…
Τουλάχιστον, αποδεσμεύτηκα από δαγκωματιές
Ολοκληρωτικών βασάνων
Τουλάχιστον, δεν παγιδεύτηκα στο μόλυσμα
Της θητείας τους
Αναίρεσα αναγκαστικά,
Κάποια κομμάτια της Ιστορίας μου
-Τα εριστικότερα κομμάτια
‘ προς τη δόξα τραβώ’ ακυρωμένη
Φύσει και θέσει
Με υπομνήσεις μνησικακίας
Απόσβεση από ρομφαίες αγγέλων…
Και υπεξαίρεσα υποσχέσεις, τις πιο μεγάλες,
Άρχισα τους ψαλμούς…
Αν και δε μιλιέμαι με τους περισσότερους αγίους
Κι ο θεός πρέπει να έχει θυμώσει μαζί μου.
Ανομοιοκατάληκτοι προδότες
Ικέτιδα μονοσήμαντης άμυνας
Αναγκαία εξέλιξη: απόρριψη, έριδα, θηριωδίες
Εγώ: ανεστραμμένο είδωλο
Εγχειρήματα πλατιάς ρητορείας
Για να μην μπουν και με αλωνίσουν ξανά
Φύσει, παρά φύσει…
Να κορέσουν οράσεις και ορέξεις
Με υποστήριξαν, με υπηρέτησαν
-εγώ ένιωσα τότε μια στιγμιαία ευφορία-
Με αρνήθηκαν με τον ίδιο ζήλο και πάθος
Με απονεύρωσαν με συμβατικές φόρμες
Ιέρεια κατάχρησης ανώφελων χρόνων.
Δεοντολογούσαν εις βάρος μου
Υπέρμαχοι της τρέχουσας ηθικής
Με κοίλους ερεθισμούς.
Πολλά ακολούθησαν κι άλλα με ακολούθησαν
-ιχνηλατώντας-
Ούσα δαιμονική η κυρίαρχη τάξη
Των φαουστικών διλημμάτων
Εγώ, αθεράπευτα αναγεννησιακή.
Παράλυση…
Το χάος μου με φαταλιστικά σπαθιά
Με ενέπαιζαν
Για την υποχωρητική μου ποιότητα.
Μακάρια ως Αλκμήνη, δεχόμουν Δίες
Στο κρεβάτι μου, με τη μορφή του
Αμφιτρύονα
Παραπλανημένη, αποπλανημένη ες αεί.
Συνένοχες ανάσες κι επίκληση συγχυσμένου δέους
Μπρεχτικές σκηνές
Συρροές συγκρούσεων
Και λανθάνοντα μονοπάτια γονιδίων
Με τονικότητες ψιθυριστών, αυτή τη φορά,
Υπαινιγμών για συναλλαγματικές
Χρηστικών υποσχέσεων…
Δε μου πήγαινε ιδιαίτερα και το σπαθί στο χέρι
Με αρμάτωσαν και με υποπροϊόντα
Με τις αναλογίες και τις αντιστοιχίες του
Δράματος
Με μια ευθύβολη α-ατεχνία
Ο μαρασμός…
Αρνήθηκα να παράγω κι άλλα ψεύτικα…
-Είχα κουραστεί πολύ
Προσευχήθηκα σε άδοντα θεό
Και ήλπισα ξανά στα θαύματα
Τα μεγάλα, τα θρησκευτικά…
Τη σκευή των άρτιων λόγων
Των λόγων της ψυχής,
Φερόμενη ως ποιητική-εκ νέου- πραγματικότητα και γη
Ήταν αργά για τέτοιο μέλημα…
Αλήτευα μακριά από το Θεό
Και τους αρχαίους φιλοσόφους
Ανταλλακτικών δεσμών
Σε κλειστοφοβικές μελωδίες,
Αδρανείς πλοηγήσεις.
Καθείς εφ’ ω ετάχθη…
Δηλαδή…
Αντίξοες διασπάσεις συνόρων
Ηγεμονισμοί
Μια δυο φορές το χρόνο μ’ επισκέπτεται
Και η Σαχάρα
Διάφανες κτηνωδίες,
Φρικτά υποκειμενικές παρούσες μάγισσες,
Αισθησιακοί αραβισμοί πάνω στο σώμα μου
Εμπρησμοί
Τραγικές θάλασσες ναυαγίων.
Είπα ν’ αφεθώ στο πνευματικό περιπετειώδες
Ταξίδι του…ύπνου
Να θυμάμαι πού και πού τη νοσταλγική σκόνη της ερήμου.
-Ευάλωτο ποιητικό υποκείμενο
Άχρηστη πια δύναμη,
Με ήθος αστικό
Κατάκτησα ό, τι μου έμενε να κατακτήσω
Το κυριάρχησα, το εξουσίασα φθισικά
Ήταν η σημαδεμένη, κατασκοπευμένη γοητεία μου
Και η θλίψη της ερημιάς μου
Ατρόφησα ως αιθέρια προσκυνήτρια των αναγκών μου
Προαγωγοί
Το πλήρωσα ακριβά
Ήμουν απλώς μια συμπληρωματική θυσία
Στην παγκόσμια φαυλότητα…
Που επαναλαμβάνεται
Κι εγώ ούρλιαζα:
Φυλαχτείτε απ’ τη φαντασία μου,
Ψυχροί, ‘έντιμοι’, διεστραμμένοι ανακτορητές!
Φυλαχτείτε από τη σουρεαλιστική μου εκδίκηση
Από τα θυμάρια, τις αμπέλους, το μάραθο,
Από τη βαριά μου νοσταλγία
Από τις βραχονησίδες
Κυρίως από τις ξαφνικές ευαίσθητες διαστολές μου!
-Από τους θυμωμένους θεούς και τους φιλοσόφους
Τους ποιητές, τα μάρμαρα
Τους Κούρους, τις Κόρες,
Τα αινιγματικά μου υποκείμενα…
Φυλαχτείτε!
Με κούρασαν οι σπασμοί των φοβήτρων σας
Φυλαχτείτε γιατί σηκώθηκα φρέσκια κι ολόδροση
Αυτό το ηλιόλουστο πρωινό
Ξύπνησα με χαρά και χάρη,
Έπλυνα το πρόσωπό μου
Και χτενίστηκα
Ετοιμάζομαι
Κατεβαίνω σε διαδήλωση και
Πορεία αθάνατη
Σε θεϊκή ακολουθία
Σε φιλήδονη παρακρουστική πομπή
Ονειροπόλα. Αυτό δεν αλλάζει.
Πάνοπλη
Πανέτοιμη ν’ αποτινάξω, ν’ αποδιώξω
Τις κακές ώρες
Τις κακές μέρες
Αποκτηνωμένους μάγους
Άσπλαχνους αλχημιστές
Την κυριαρχία του δεσποτικού υποσυνείδητου.
Τις αψηλάφητες ως τώρα οδύνες μου
Κι εκεί,
Στα καμπαναριά των παπαρούνων και των ανεμώνων
Εμπιστεύομαι την αμιγή φωτιά του ξύλου, του πυρωμένου
Σίδερου, των χειρογράφων και των συγγραμμάτων μου
Κι έχω γράψει πολλά…
Και γράφω ακόμη…
Στη λαμπρή άμαξα του ήλιου
Με ιδιότυπα αξιώματα
-Ανοχύρωτα και περιφρονημένα ως τώρα
Άγνωστα ίσως σ’ εσάς
Τα συμφέροντα
Σ’ εσάς τους ‘ένδειους’
Σ’ εσάς με τη συναισθηματική δυσλεξία, μιλάω
Με τη συναισθηματική αναπηρία…
Σ’ εσάς μιλάω με τα κυρτά πανέρια,
Που ήρθατε να με μαζέψετε
Να με δρέψετε σαν στάχυ ευάλωτο
Και κουρασμένο…
Προβάλλω εύρωστη
Ξηλώνω τις ραφές των περιοδικών μου συνόρων
Τελείωσε η εποχή της μερικότητος
Της βαλτώδους λάσπης και σκουριάς
Του τραυλίσματος
Των διυλιστηρίων…
Ό, τι πήρατε, πήρατε, αφέντες…
Τώρα θα έχετε τη δική μου επανάσταση
Θεωρήστε το μεγάλο προνόμιο που σας την προσφέρω
Γενναιόδωρα
Χάρισμα η φωτιά!
Θα σας γνωστοποιήσω και το γεωγραφικό σημείο
Έναρξης
Από δω.
Από το δρόμο.
Από τα Νέα Κτίρια, της ‘διαστημικής’ περιοχής,
Κάτω από το λόφο του Περάματος
Από δω, που κάποιος μάλλον ανενεργός άνευρος θεούλης,
Άφησε τα χνάρια του,
Σαν σκληρός σαρκασμός
Από δω,
Από τα αγριόχορτα και τις παράγκες
Από δω,
Θα δρασκελίσει η Ιδέα μου η Μεγαλύτερη
Και μπορεί στην αρχή να κάνει Κανά-δυό
Άτσαλα βήματα,
Ώσπου ν’ ανακαλύψει τα παράδοξα, παραμεθόρια,
Πανδαιμόνια επαναστατημένα άλματα!
Από δω,
Με βαρύ ερωτισμό και αυταπόδεικτο
Εξοπλισμό Μνήμης και Ιστορίας
Σώματα πολεμιστών με αυτοκρατορικά χέρια
Το στικτό μου σώμα από σφαίρες ‘ιπποτών’
Και πυροβολισμούς ‘αγίων’,
Ακροβολίζεται σε ελεύθερους, ιμπρεσσιονιστικούς ορίζοντες
Θέλω να νιώσω την απελευθέρωση του Χρόνου μου,
Των αιώνων, των χιλιετηρίδων
Με λάμψεις εναργείς και παρατεταμμένες
Με σπασίματα χρηστών εικόνων.
Βασίλευα κάποτε, βασιλευόμενη άναρχα
Από μισθοφορικούς υπηκόους
Ευτυχώς χήρεψα από συζύγους και ερωμένους σκάρτους…
Από ελαστικούς θεματοφύλακες-εραστές
Παρελαύνω Παρθενική…
Που κρυφοκοιτάζουν από την πιο μακρινή,
Ξεχασμένη και οριστική Ιθάκη του αναποδογυρισμένου
Μυαλού μου.
Ο γοητευτικός προορισμός σάρωσε τις
Μεγάλες Προσμονές
Φωτισμένων καραβιών
Κι ευτυχώς ακόμη δεν το έμαθα ‘Ιθάκες τι σημαίνουν’
Και τι σημαίνουν Κύθηρα…
Πελώριες Χίμαιρες…
Τέρατα της ανάγκης και της ένδειας, αφορισμένα…
Κατάρες επιθυμιών…
Σχολάνε οι ενοχές
Λόγω πένθους…
Και ρολογιών
Και παρηγοριάς
Και εξαίσιων παρηγορητών
Ούτε στα δόντια κανιβαλισμένων κυβερνώντων…
Μπορεί να μετουσιωθεί σε μια καινούρια
Με άλλες διαστάσεις
Όμως δε θα επιστρέψω στα παλιά μου δίχτυα,
Τουλάχιστον, όχι σε μια ανήθικη ελευθερία
Στα υπονοούμενα άστρα ‘Κάνωπος και Αχενάρ’
Αλλά με ισχυρό ‘γίγνεσθαι’
Για πάντα σφραγισμένη
Που διαχειρίζεστε τυχαία τα αποστήματα…
Εγώ κρατώ τις επιθυμικές αισθήσεις
Πολέμησα και το μυαλό μου ακόμα
Για να ζήσω
Τώρα είναι η ώρα να δρέψω τη μακριά κώμη του
Θανάτου
Τον Οιδίποδα, τον Ιάσονα, τον Αχιλλέα,
Τον Οδυσσέα και τον Θησέα,
Αρωματισμένους, ταπεινωμένους κι ακόρεστους λαθροκυνηγούς θαυμάτων…
Τρυγήτρια του γητεύματος του μεγαλύτερου Όχι
Της πιο βαθιάς Άρνησης
Γιατί τ’ ανεμόφερτα κουδουνίσματά σας,
Μόνο με ζάλισαν, τίποτα άλλο.
Ασφαλώς δεν κατάφεραν να σαλέψουν ούτε στιγμή
Την ακραιφνή απόφαση για την Επανάσταση.
Να μεταγγίσω περίβλεπτα, θαμμένα-όχι χαμένα-
Μυστικά
Να συνορέψω με πάθη απόλυτης Ελευθερίας.
Την αρχή,
Να εξολοθρεύσω τους πλανόδιους, εκκεντρικούς,
Παρασιτικούς, διαστροφικούς εραστές μου
Έναν-έναν
Στων μεγάλων οδυρμών το στερέωμα
Και στης ανίκητης
Αστέγαστης
Ασίγαστης
Ανέστιας
Ως τώρα
Ελευθερίας Σου
Το αντιθεωρητικό
Πάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου