κι ευχαριστήθηκε τη δροσιά τους, φώναξε:
«Θέλω να γράψω τη βιογραφία της θάλασσας!»
Κι επειδή πριν γράψει, έπρεπε (κι ήθελε) να μάθει,
με γρήγορα βλέμματα διάβασε το κύμα στο ακρογιάλι
και τις φούσκες των αφρών δοκίμασε να εννοήσει
(μα γιατί όλο σκάνε!).
Αργότερα, που το σούρουπο έγειρε ροδαλό στον ορίζοντα,
πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας
μελέτησε τις αντανακλάσεις του γέρο-ήλιου.
Κι όταν πια χορτασμένο απ’ τη μέθεξη στον κόπο
νύσταξε και τα βλέφαρα έπαιξαν σαν πεταλούδας φτερά,
λίγο αρμυρό νερό αντί για μελάνι έσταξε στο δάχτυλο
και μ’ αυτό δυο λέξεις δυσανάγνωστες έγραψε στην άμμο.
Εκεί, με το όνειρο των επόμενων σελίδων αγκαλιάστηκε
και στo πλάι του φλοίσβου αποκοιμήθηκε.
Δεν ήξερε ότι κάτω απ’ την επιφάνεια,
στο σκοτεινό και παγωμένο βυθό των μεγάλων ψαριών,
σε ένα σφραγισμένο μπουκάλι
κάποιος ένα ανεξίτηλο σημείωμα είχε κλείσει
με το παρελθόν και το μέλλον κάθε θάλασσας
που τα σώματα και τις σκέψεις δροσίζει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου