πίστεψε στα γεράματα πως θα καλογερέψει.
Κυρά θαλασσοθάνατη, στα χέρια του έχεις ρέψει,
που στα στερνά τα μάρανε το αλέτρι κι ο κασμάς.
Όπου έφτασες, κάθε χρονιά θερίζουν τρεις φορές.
Την Ταπροβάνη εδιάλεξες κι είχες καιρό ποδίσει.
Τώρα μασάς αμύγδαλα και προσφορές ξερές,
και το λιβάνι οσμίζεσαι που μοιάζει με χασίσι.
Εκεί, Ταμίλες χαμηλές που εμύριζαν βαριά,
Σιγκαλινές με στήθη ορθά τριγύρω σου λεφούσια.
Εδώ λυγίζεις το κορμί με τ' αχαμνά μεριά
και προσκυνάς τη Δέσποινα τη Γαλακτοτροφούσα.
Πήγες εκεί που εδίδασκε το πράσινο πουλί,
όπου της μάγισσας ο γιος θ' αντάμωνε το στόλο.
Έλυνε εκείνος με σπαθί όσα η γραφή διαλεί.
Μα εσύ ξηγάς τα αινίγματα καινούργιων Αποστόλων.
Μπροστά στου τρεις ελέφαντες ντυμένοι στα χρυσά,
Όξω απ' του Βούδα τη σπηλιά, ψηλά στην Κουρνεβάλα.
Τώρα σκοντάφτεις, Γέροντα, στου δρόμου τα μισά
και πας για να λειτουργηθείς σε γάιδαρο καβάλα.
Μαζεύει ο ναύτης τον παρά κουκί με το κουκί
και πολεμά σε ψήλωμα να στήσει το αγκωνάρι.
ʼλλοι σαλπάρουν Αύγουστο για Νότιο Σινική
και το γλεντάν στο Βοθνικό, Δεκέμβρη και Γενάρη.
Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,
πες μου, στην άγια πίστη σου, πως να προσευχηθώ;
σε ποιον να ξομολογηθώ και που να μεταλάβω;
Ο Θεός είναι πανάγαθος, Κοσμά, και συχωρά,
Όμως γδικιέται αμείλιχτος ο γέρο - Ποσεοδώνας.
Το 'δανε λένε βουτηχτές: του σαλαχιού η ουρά
να γαργαλάει στα χαμηλά, τα χείλια της στρειδώνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου