Ο χώρος άδειασε
Εκείνη έφυγε
Κυρτωμένη, μισή
Βοή, αντάρα
Θλίψη
Ο ήλιος έδυσε
Απόλυτη ησυχία
Πόνεσα
Έζησα
Νήματα ζωής
Οι χαρές της νιότης
Εσύ κι εγώ
όταν πάνε για ύπνο κι’ έχουν γίνει ρημάδι
η μαυρίλα του νόστου ρυμουλκεί το σκοτάδι
που θολό ξεχειλίζει και αφήνει σημάδι
στων δαχτύλων την άκρη, παγωμένα στο χάδι
ενός σκύλου κοντά μου που στο σάκο μου θάβει
μια μπαλίτσα ’πο άστρα να φωτίζει δεν παύει
ένα χνάρι της μνήμης να το φτιάξει υφάδι
μα η αλμύρα που όλα τα πράγματα σκάβει
δεν αφήνει ζιζάνια· μην πνιγεί το καράβι.
για να καταλάβω
ότι δεν είμαι ο Ιησούς.
Ο σταυρός είμαι.
(Εξ ου και δεν συμμετέχω στην ανάσταση.)
χθεσινοβραδινή περιπέτεια, έβαλε τα υπάρχοντά του στον μικρό σάκο, ήπιε νερό και
βγήκε. Δεν είχε το κουράγιο να περιμένει την αλλαγή της εποχής που θα τον
γαλήνευε θάβοντας το πάθος του θεού.
Περπατούσε δίχως να κοιτάζει πίσω. Στο βάθος τού δρόμου διέκρινε τη φιγούρα ενός
λιονταριού. Συνέχισε την πορεία με βήματα σταθερά φτάνοντας τόσο κοντά, που
αρκούσε ν’ απλώσει το χέρι για ν’ αγγίξει τον γκρίζο όγκο τού βουνού.
έκανε μόνη την εγχείρηση
και κακοφόρμισε
δάκρυα σε πρόσωπο γυαλένιο
εκυλήσανε
και τα σκυλιά αφουγκράζονταν
ένα γύρω
τα απαλά ουρλιαχτά
που κατακλύζαν το κορμί
Κι απόψε
γύρω μονάχα σκύλοι
και ησυχία
που τη χαράζουνε
στιλέτα ναυτικά
Αύριο
όλα θα γίνουνε
ξανά
κανονικά
Αύριο όμως
Η δική σου μέρα / Μαρία
Ζαβιανέλη - Διαμαντάκη
Αν και από καιρό νεκρά
Ο χαρτοκόπτης
Η κρύπτη
Μια εικόνα κενή,
Όλα είναι ακατάληπτα.
Πέρα απʼ τις σκέψεις.
Ποιες σκέψεις;
Στην θέση μου κάθεται μια λευκή μορφή.
Αντιγράφει τη σκηνή.
Όπως την υποβάλλουν
Τα αντικείμενα λέξεις.
Φύσηξε ο άνεμος
κι ένα στιχάκι του ’φυγε απ’ το χαρτί.
Πήδηξε έξω από το παράθυρο
και πέταξε με τον άνεμο.
«Θα ξαναγυρίσει», είπε ο ποιητής
και άφησε το παράθυρο ανοιχτό.
Το μεσημέρι ξαναφύσηξε τ’ αγέρι.
«Ήρθε!», είπε εκείνος.
Όμως, ήταν μονάχα ένα φύλλο
που μπήκε μέσα από το ανοιχτό τζάμι.
«Δεν ειν’ αυτό» είπε ο ποιητής.
Τ’ αγέρι φύσηξε δυο-τρεις φορές ακόμα.
Μπήκε κι άλλο φύλλο απ’ το παράθυρο
κι ένα ζουζούνι
κι ένα μαραμένο λουλούδι
που έπεσε κάτω απ’ το γιασεμί της αυλής.
«Δεν ειν’ αυτό», έλεγε εκείνος κάθε φορά .
Το βράδυ ξάπλωσε χωρίς
να κλείσει τις γρίλιες.
«Να ’βρει μέρος για να μπει», είπε πάλι.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ
αν κοιμήθηκε ο ποιητής εκείνη τη νύχτα.
Το πρωί, κάποιοι περαστικοί
τον άκουσαν που έλεγε και ξανάλεγε.
«Έχασε το δρόμο.
Γι’ αυτό δε γύρισε.
Έχασε το δρόμο».
που βίαια προσπάθησα ποίημα να τις κάνω.
Πόσο έξω έπεσα..
Μα κείνες τόσο μεγαλόψυχες,
μέσα τους με πήραν, με καλοδέχτηκαν
και σε αμέτρητα ποιήματα με βάλαν,
πότε στην αρχή, πότε σαν επίλογο,
πότε ανάμεσα σε λυγμούς ή σε γέλια.
Μου άρεσε ο επίλογος,
γιατί είχε την προσμονή μιας νέας αρχής.
̶ Τα συνηθισμένα.
Λίγο κενό, λίγη ασυμμετρία και ένα μήλο.
Α, ναι, και ένα μαχαίρι, παρακαλώ, να κόψω
κάτι εξογκωμένες παιδικές και εφηβικές μου αντιρρήσεις
που εμποδίζουν την κατάποση.
Αυτά προς το παρόν και το λογαριασμό.
Προπάντων το λογαριασμό.
ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ
Στριμώχνονται μέσα στις σκιές
Υφαίνουν τη Σιωπή
Σε αναμένουν οι λέξεις
Σε ακούν
Η ανάσα σου χορεύει
με τους εφιάλτες
Το αιδοίο σου συσπάται ασύστολα
στην αναμονή της ομορφιάς.
Σε φιλούν οι αισθήσεις στο στόμα.
Τα βράδια
Ζεις.
απʼ τα τραγούδια μας, τις μάχες
που δίνουμε, το μόχθο της κάθε μέρας
ερήμην της θέλησης
κι ο κίνδυνος μέγας, μην πνιγούμε
στους τελευταίους στίχους
που φιλάει το εκκρεμές…
Μόνο στον ορίζοντα
της θάλασσας, που γίναμε
κόκκινοι γίναμε μπλε…
γίναμε μωβ…
Μόνο εκεί που έφτανε
το απλωμένο χέρι σου…
Εκεί που έπιασες
τον Αύγουστο
και τον έκανες άγριο…
Μόνο όταν μου είπες,
σβήσε στο σκοτάδι…
σ’ αγαπώ…
πως θα αλλάξουν τα πράγματα
το θυμάμαι, Κατερίνα
ήσουν εσύ που περίμενες ώρες ατελείωτες
ένα σημάδι πως είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Σου γράφω γιατί έμεινες μόνη σου με τα φαντάσματα
εγώ δεν μπόρεσα, πήγα σε άλλη γη
που το πάθος για τη ζωή
γίνεται ένα με τη μουσική
και οι πληγές μένουν ένα ενθύμιο
στον μπουφέ με τις φωτογραφίες
των συγγενών που πέθαναν.
Κάθε φορά που μιλάω για σένα
δάκρυα ποτάμια είσαι η ψυχή και η βροχή
ψυχούλα μου
Ρίχνεσαι με παφλασμούς σε καμπύλες
στο πέρα και στο πάντοτε
αδιάκοπα διαθλάσαι.
Μετά τα ναι και τα όχι.
Σου απομένει
το μωβ του απογεύματος
πόδια στην άκρη της πέτρας
και σκοινί
για τις δύσκολες ώρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου