αγκιστρωμένος στ’ όνειρο
σκιαγραφώ τη μορφή.
Προσπερνώ το χρόνο
αναζητώντας τη στιγμή
για ένα μόνο άγγιγμά σου.
Επιζητώ να ξεδιψάσω
στο ποτήρι των χειλιών σου
να μεταλάβω την αμαρτία
μιας ανεξέλεγκτης επιθυμίας.
Πριν η πρώτη αχτίδα
ακουμπήσει απαλά
το τρεμάμενο κορμί
σαν πέπλο αραχνοΰφαντο.
Θέλω να νιώσεις
το θρόισμα των φύλλων
με ένα μου χάδι.
Άσε με να στο προσφέρω…
Έναστρο φως
σε αρωματισμενα μονοπάτια -
Ήχος σε χείλη κερασένια
από φιλί ερωτικό -
Μια θερμή πανσέληνος
για καληνύχτα.
οι αιχμάλωτοι του έρωτα
πίσω από το Ποσειδώνιο.
σε στεναγμούς κι αγκαλιάσματα,
στα σκοτεινά αποδυτήρια.
απ’ τις σκιές άλλες σκιές που τρέφονται
με τα περισσέματα των πόθων.
με κάποιο πνιχτό φιλί, με μια πνοή βαριά
ή ένα τίναγμα της έξαψης.
αγγίζουν το φως
αποζητούν το γεγονός του θαύματος
λέγοντας: αγάπησέ με
φίλησέ με
αγκάλιασέ με.
μισές στα γογγυτά.
Στερημένες από στηρίγματα νοημάτων
πώς να διατηρηθούν στην υπομονή;
βλέμματος, ξεραίνονται
εγκαταλείπουν τον ανθοφόρο κήπο
αφού οι φύλακες στις σκοπιμότητες
και τους υπολογισμούς
ξημερώνονται
κι όταν κοιμούνται στρώμα έχουν
τα κλειδιά τους.
στο κύμα που καρφώνεται στον βράχο
και κομματιάζονται τι κρίμα
μα δίκαια στο σφαλερό της γης.
εκεί που στενεύει το φως
στην ακαταστασία της αδειασμένης απελπισίας
μην με αφήσεις.
το δικό της αλφάβητο.
Τα δυο μου χείλη μου για να φιλάς.
Σου δίνω αν θες και την καρδιά μου,
χτύπο να έχεις να αγαπάς.
ζωή καινούργια αν λαχταράς
φτάνει μονάχα να σε βλέπω
μέρα κ νύχτα να γελάς...
κοιτάχτε,
με γέρνει ο άνεμος κατά πού γέρνει
κι ανασαίνω
κορμί κορμός
αρμός π’ αντέχει.
ρίζες τα πόδια και το βιος μου.
κουβάρια και μαλλιά
φύλλωμα γίνηκε και δρόσος.
το ξέρω∙
ήρθε σαν άλλοτε
στο μέσα μου
πουλί κυνηγημένο
η αγάπη.
φοβάμαι πως θα βρέξει
και πως σε τούτο τον κατακλυσμό
μιαν άλλη κιβωτό θα χρειαστούνε.
έτσι που κόβομαι κομμάτι το κομμάτι.
που έμαθαν
κι άλλοι ξυλεύονται
να ζήσουν.
οι παρεκκλίνοντες των γήινων
έρωτες φεγγοβόλοι..
εσύ βοριάς..και ο νοτιάς εγώ
εσυναπαντηθήκαμε..πάει καιρός
στου φεγγαριού το γιόμισμα
που φέρνει μαϊστράλια..
πλοίο τρικάταρτο οι ψυχές
αέρινα ερωτεύτηκαν..αέρινα πλανιώνται..
σ' άγνωρες
αυτοσχέδιες θαλασσοδιαδρομές
έναστρης φωτεινότητας
στην ίδια βάρκα τη μικρή..
αδίσταχτα..με δυο κουπιά σπασμένα..
νιάτων θαρρείς μιας τόλμη μας..
στην απεραντοσύνη οριζόντων πειρατές..
κατακτητές της ίδιας της μικρής..
πεπερασμένης του παράλογου ζωής..
''μαγειρευτές'' και γευσιγνώστες'' παθιασμένοι..
ξόρκι στην τρισκατάρατη φθορά..
τα μύρα τα ελιξήρια
των τρανών των ηδονών μας..
λουσμένοι στη φεγγοβολή
εγίναν ψίθυροι συμπαντικοί
τραγούδι γίνανε συναιωρούμενο
οι όρκοι οι αιώνιοι
πλανούμενον οπίσω από αμμόλοφους
π' ανθίζουνε λευκόκρινα
οι ψυχές ερωτευμένων..
στα στενοσόκακα της θύμησης ταξιδευτής
μετρώ τις έναστρες διαδρομές
στη δύση του ηλίου και της ψυχής μου...
σ' όλους τους Ουρανούς,
που σήκωσα στα χωρίς σιτάρι χωράφια
τις γαλβανισμένες βροχές,
που πλήρωσα διπλά τα μεταφορικά
στους ανιστόρητους κουβαλητές μου,
για μία μόνο στιγμή
της μεγάλης μου δικαιολογίας.
των αστρικών Σου λογισμών,
που ήπια Επανάσταση και μέθυσα,
που κάλεσα το αίμα μου
με δύο στάρια να φτιάξουμε ψωμί για όλους,
είμαι ένα τίποτα χωρίς Εσένα,
πολυπόθητο και μυριοτραγουδισμένο
''Αιώνιο Ωραίο'' μου!
και δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε
παραπατάμε και πέφτουμε.
πως μπαίνει ο εγωισμός
και δεν μας αφήνει να πιστεύουμε
πως είμαστε ανώριμοι κι ανίκανοι
να σταθούμε δίπλα ο ένας στον άλλο.
μετά από επίπονο και σκληρό προσωπικό αγώνα
θα μπορούμε να συνυπάρξουμε με κάποιον άλλο
αλλά θα νιώθουμε άνετα κι εμείς
απ’ την πλήρωση την εσωτερική.
ας μην προχωρήσουμε στη σχέση.
Γιατί ό,τι θα ζούμε
δεν θα είναι έρωτας
αλλά μια άσχημη κατάσταση υποταγής
που δεν θα οδηγεί πουθενά
παρά σε μια ρουτίνα βαρετή
και σε μαρασμό.
αν ταραχτούν τα νερά
θεωρείται φυσιολογικό
ακόμα κι ο χωρισμός.
Έλα, κράτησε με,
μ` άρωμα μεθούν τα γιασεμιά...
Πιες με, κι άλωσέ με,
μ` έρωτα μεθάει κι η καρδιά...
έναν κόσμο που μυρίζει γιασεμί...
Μες στα μάτια σου να ζω και να πορεύομαι,
`κει που άγγελοι, γιορτάζουν κι ουρανοί...
νερό να πιούν τα χείλη...
Δίψασα,
να ιδώ του ήλιου δείλι...
Δίψασα,
του ονείρου την αστροφεγγιά...
Δίψασα,
μ` εσένα πλάι στο κύμα..
Δίψασα,
να πνίξω όλο το κρίμα που έζησα,
εκεί, μες στη δική σου αγκαλιά...
πάγωσα στης γης την ερημιά...
Δες με, ζέστανέ με
ήλιος η δική σου η ματιά...
λίγα ψίχουλα
από τα λάφυρα της νύχτας
η ανατολή σου που ακόμη
διασχίζει το σώμα μου.
Σ' ένα υποδόριο τρέμουλο
απομεσήμερου ψιχάλα
το καλοκαίρι που μεγαλώνει
μαζί με σένα,
σε διπλές ασπρόμαυρες νύχτες
ο δρόμος που στενεύει
στη μοναξιά της ίδιας διαδρομής.
Μια περιστροφή σ' έναν υπαινιγμό ζωής
σ' ένα φόβο κρυμμένο
κάθε φορά που κάτι πεθαίνει
κάθε φορά που τις πληγές σου αγγίζω
για να μετρήσω τον πόνο μου.
Σ' ένα χαμηλωμένο φεγγάρι
μέσα χάνομαι
στην απουσία σου
που ερημώνει τις μέρες
στο ξημέρωμα
που γεννά τις στιγμές σου.
μπρος στον φακό
για μια αναμνηστική
φωτογραφία
η ζωή έμοιαζ’ ωραία
στα χείλια άνθισαν
τα χαμόγελα
της ευτυχίας…
ότι η φωτογραφία
θα ‘ταν το μόνο ίσως
σημάδι στον χρόνο
που θ’ απέμενε
για να μαρτυρά
ότι πέρασαν απ’ τη ζωή
των ζωντανών…
Που θέλει πρωτοβρόχια
Σαν το πουλί το άμαθο
Που πιάστηκε στα βρόχια
Με τα φιλιά ν' ανθίσεις
Σαν το ελεύθερο πουλί
Παντού να φτερουγίσεις
Τα πλοία που περνάνε
Πως ξεψυχάν τα κύματα
Που έρχονται και σπάνε
Της θάλασσας αλμύρα
Και νοσταλγείς τον έρωτα
Που θα σου φέρει η μοίρα
Να 'ρθω να σε δροσίσω
Ή κύμα και τα πόδια σου
Κρυφά να τα φιλήσω
Τα πρώτα πρωτοβρόχια
Ή τα φτερά σου να άπλωνα
Να έσκιζα τα βρόχια
Με σένα ερωτευμένος
Μίας ματιάς σου έλεος
Μιας λέξης κρεμασμένος
Στης πλάτης την φαρέτρα
Και την καρδιά σου να 'βρισκαν
Όσα κι' αν είν' τα μέτρα
Να βλέπω μαραζώνεις
Μ' ένα βουβό παράπονο
Όνειρα να πληγώνεις
Να σου τα ζωγραφίσω
Και τα πανιά ελεύθερα
Στον άνεμο ν' αφήσω
Στου ονείρου τα πελάγη
Για τα μεγάλα όνειρα
Δεν κάνουν τα τενάγη
Τ' όνειρο να χωρέσει
Στων αστεριών τ' απάνεμο
Στον ουρανό θα δέσει.
**
================
Ερυθρά αιμοσφαίρια του κάμπου
----------------- οι ανθισμένες παπαρούνες
λικνίζονται στον άνεμο του Μάη
---------------------------------- λυγερόκορμες
Ματαίως προσπαθεί η λασποβροχή
--------------------- να θαμπώσει την άνοιξη
Αφού έμπειρος εραστής ο Μάης
-------------- ξέρει να στιλβώνει τον έρωτα
Χαρίζοντας λίγες ακόμα μέρες
-------------------------- γόνιμης ανθοφορίας
που ξαφνιάζουν
---------------- την γαλήνη των λουλουδιών
Οι ψίθυροι των μελισσών στ’ αυτιά
-------------------------- των κρινολούλουδων
Ο οίστρος των ελαιώνων,
-------------- και η ευοσμία των περιβολιών
Όλα είναι ακκίσματα της μυριομήχανης
--------------------- ζωής που τάζει αθανασία
-------------------- συνωμοτεί με το φεγγάρι
είναι για ν’ αυξήσουν
---------------------- την εντροπία του έρωτα
έτσι που η αναδιάταξη του χάους
---------------- να τάζει γένεση κι αθανασία
---------------- η οπισθοφυλακή της άνοιξης
μι ακόμα ευκαιρία
------------------------ στις ανθισμένες μήτρες
Κι εγώ ένας ερεθισμένος στήμονας
----------------------------------------- που ελπίζει
στην όψιμη ευκαιρία
------------------ της Μαγιάτικης ανθοφορίας
που σου είπα
πως δεν έχω δει
ποτέ μου άγγελο...
Σου είπα ψέματα...
Τον είδα στο πρόσωπο σου...
σαν χάδι μες την νύχτα
για να σου πω ψιθυριστά
όνειρα σε σένα γλυκά
Είναι η καληνύχτα της σιωπής
της ηρεμίας που υφαίνει την ψυχή
είναι ένα νήμα που περνά
πάνω απ’ τα΄ στέρια φωτεινά
Αόρατο τα νήμα
Αόρατη και η φωνή
μα άμα εσύ καλά αφουγκραστείς
που ξέρεις μπορεί και να ακούσεις …
η φωνή κελαηδεί.
Δίδυμες στάλες.
Ονειροπόλοι,ευδιάθετοι,αδιάφοροι.
Αδύναμοι και δυνατοί.
Είμαστε δυο σταγόνες βροχής.
Τέλειες κατακρημνιζόμαστε .
Αφήνοντας την ομορφιά του ουρανού.
Την τελειότητα της ευτυχίας.
Ούτε γλυκόλογα, ούτε τραγούδια.
Δεν της αγόρασε ποτέ λουλούδια...
την αγκαλιά της.
Όταν ξημέρωνε τον καλημέριζε
με τα φιλιά της...
-ένας αγροίκος είναι ο άντρας σου
δεν σε φροντίζει.
Που είναι τα δώρα;
Που είναι τα λόγια;
Η σημασία που σου αξίζει;
μα δεν μιλούσε
-Άσε τον κόσμο...
έλεγε μέσα της, να απορεί,
τόση αγάπη πρέπει να μείνει μυστική.
άτσαλο ύπνο έχει πάντα από παιδί...
Εκείνος, άγρυπνος, παραφυλά...
να την σκεπάσει μες τη νυχτιά,
το ασύνορο βλέμμα σου
υψώνεται ψηλά σαν τον τροπαιοφόρο έρωτα
περιηγείται σε κάμπους, πελάγη, φεγγάρια, βουνά
και μέσα στην απλωσιά του απείρου
χάνεται.
να καίει την σιωπή
την αναποδογυρισμένη νύχτα
να φροντίζει
τον παραφορτωμένο ορίζοντα
αυτά που δεν θα ζήσω
μαζί σου
καρφώνω τις επιθυμίες μου
ένα κορμί και μια καρδιά δεν φτάνουν
σε δύο κορμιά μοναχα δύναται ν' ανθίσει ,
σε δυο καρδιές που θα κτυπούν γλυκα
στον ίδιο τον παλμό μπορεί να τραγουδάει
θελει ψυχη να ζωντανεύει
καθως η σάρκα το προστάζει
θέλει φωτιά να καίνε τα χείλη
τα δάκτυλα σαν πυρωμένη λάβα να τσουρουφλίζουν
καθως θ΄αγγίζουνε τη σάρκα
να ζωγραφίζουν πάνω στα κορμία
που ζουν για κείνον
με πάθους χρωματα το όνομά του
ν' αφήνουν μόνιμα σημάδια ηδονικα
βαθεία στο δέρμα χαραγμένα
Δεν ζει ο έρωτας μονάχος
με τα φτερα της μοναξιας
ν΄ανεβει στ΄αστρα
εκεί που έμαθε να ζει
πως να μπορέσει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου