Μην κλαις γλυκειά μανούλα του, βασανισμένη μάνα που σκίζετ' η καρδούλα σου στη σκέψη πως μισεύει και χάνεις το καμάρι σου και την παρηγοριά σου. Μείνε αητέ παρακαλείς, με τη φωνή να τρέμει
και με λυμένα πόδια. Εσύ κοπελούδα τρυφερή , γλυκεία μορφή , με μακρύ μαλλί που σαν νυχτολούλουδο μυρίζει , με γιόματο καρπό ξέχειλο κορμί , αγκάλιασε τον νιό χαιρέτισε τον, με σαν μαυρούδι γλυκό χείλι φίλησε τον .
Βουνό ασάλευτο άκουσε μοναχογιού φευγιό , ο αποχωρισμός πληγώνει πολύ λέει αηδόνι . Πες κάτι πετροκότσυφα συ που γνωρίζεις τόσα. Μα το πουλί βουβάθηκε κι απάντηση δε δίνει. Μέχρι ο μαυροκόρακας σταμάτησε να κράζει .
Tαχιά φεύγει ο νιός πριν η μέρα πάρει , σαν ναταν απο κλίμα τρυφερό , το δάκρυ του πως τρέχει! Μονάχα άλογο χλιμίντρισε σε ξακουστό γεφύρι , που χωρίς καλόκαρδο αφεντικό θα μείνει. Ετούτο το χλιμίντρισμα το άκουσε ,το ακούει
ο νιός γυρίζει στο χωριό παντοτινά να μείνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου