που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
κι ανάβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλατάνου λεβέντικου
και μια σημαία πλατάγιαζε ψηλά γη και νερό
που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
μα όλος ο κόπος τ' ουρανού
όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
πρωί στα πόδια του βουνού
τώρα σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Τώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της
μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
από λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου