Πού ήμουν τόσα μερόνυχτα;
Στο σώμα ποιου φαντάσματος
πάλευα να χαρίσω δυο στιγμές;
[Μ’ ένα χέρι απλωμένο και μια ζωή
σ’ οργασμική πανωλεθρία]
Ήταν τότε που γύρισα απ’ του μεσημεριού
την αθωότητα
Φωτιά ένα γύρω
Ψήλωσα ξάφνου και
–περπατώντας αργόσυρτα στα τέσσερα πόδια μιας αγάπης–
ξεκίνησα να πολεμώ με πέτρες και κεριά
Ήταν το αίμα μου ζεστό
καυτή η χαραμισμένη στάλα της οδύνης,
δραπέτης έφτασα σε τόπο ξένο
– ήταν δικός μου και δικός σου
ο τόπος, πρόσωπο ανώφελο]
Είμαι λοιπόν ο ληστής στα δεξιά
Όμορφος και σταυρωμένος
Αρσενικός και θηλυκός
Γίνομαι και ’γώ σαν ένας μια στιγμή
Να ζω ελεύθερος – άλλο δεν αντέχω
Φέρε τη χειροπέδα που μου ’ταξες
Κι ας μην τ’ αξίζω σκλάβος να μείνω
φάντασμα κι ακάθαρτος
[Κι ας μην τ’ αξίζω να βρεθώ στη μέση των αιώνων]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου