ο ουρανός με το μέρος μου
οι άνεμοι στ’ αστέρια εξορισμένοι
φύλλο να μην κουνιέται.
Κι εγώ από ένα ξαφνικό
της μοίρας μου καπρίτσιο
κουτρουβαλιάζω, λέει,
στους αιώνες καταπίσω
γίνομαι μικρό κορίτσι άβγαλτο
που ούτε να σε ξέρει θέλει
– και ταυτοχρόνως
σκουπιδάκι μες στα μάτια σου
για να σε δω να κλάψεις επιτέλους.
....................
Παραλίγο στις δάφνες της
νʼ αναπαυτεί η πίκρα.
Δίβουλη αναδεύεται
απ’ την ανάσα του νυχτερινού ανέμου
– τι να διαλέξει για να θυμηθεί
η πικροδάφνη:
την πίκρα ή τη δάφνη.
............................
Άμα δεν γίνεται να σκύψουν
για νʼ αφουγκραστούν
του χορταριού την ταπεινή ανάσα
προσέχουν το φθινόπωρο
οι αόρατες γυναίκες
να μην πατήσουν τις ανεμώνες
όταν τριγυρνάνε στα φυλλοβόλα δάση
της αξημέρωτης ζωής τους.
A, ναι, μόνες!…
...........................
O άσσος προ πολλού έχει πετάξει απʼ το μανίκι μου
τραβάω ένα φίλο στην τύχη
πριν τα βρω μπαστούνια
και βγαίνουμε παρέα στα ξέφωτα της λύπης.
Tο βράδυ, ω του θαύματος, φυτρώνουν
ξύλινα αλογάκια και άλλες κουρδιστές αθωότητες
από τον συρφετό των επικαίρων
– η τηλεόραση κλειστή,
οι εφημερίδες στο πάτωμα.
Λίγο πριν το ξημέρωμα
λάμπει η Άρκτος των ονείρων
πάλι καινούργια και δολίως αμεταχείριστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου