και στα μετόπισθεν βουίζει ηδονικός αέρας
τρέχουνε σύννεφα πυρφόρα να προλάβουν
μήπως κι εξαντληθούν πριν απ’ των κυνηγών
τις ανάσες – αυτοί έχουν να χάσουν πάλι
απ’ την ανθρώπινη οπτική των θηραμάτων
τα νέφη στο υγρό τους χάος θα επιστρέψουν
ν’ ανακατέψουν τις ψυχές με τους ανέμους.
στα πένθιμα κατάστιχα και γράφουνε
«θνητός δικαιολογημένα»
φύσα με, φύσα μέλλον μου
οι άδειες θέσεις μπορεί και μυστικά
αλλά υπονοούμενα πλήρως καταργημένα.
τα επάλληλα ζαλιστικά τού έρωτα
να ’χω να παραδίνομαι στα κύματα
σκέψεις κι αισθήματα
να κατεβαίνουν σωρηδόν
στις εύφορες κοιλάδες με το αθάνατο νερό
της αυτονόητης Λάμψης
ας μείνει ο ασπασμός των άστρων
στις ευάλωτες ψυχές – είναι αρκετό.
εφήμερη αλλά βαθιά πληγή
ορατή ως και μακρόθεν
ώσπου να λάβουν οι προσκυνημένοι της ειρκτής
– σκυφτοί μες στο κουφό παρόν τους
πνίγονται ακόμα στους μαύρους παφλασμούς
της πεινασμένης απληστίας –
μορφή στο σχήμα της Ιδέας του Ανθρώπου
σαν να σου λέω τώρα, ε;
η ώρα δέκα και μισή
βελούδινο και καλοκαιρινό βραδάκι
πως θέλει μόνο μια στιγμή
μέχρι να φέξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου