Χρόνια μετά.
Άλλοι καιροί.
Άλλος κι αυτός τώρα.
Ήρθε κι έψαχνε εκείνο
το παλιό το σκαλοπάτι
να καθίσει.
Όπως κάθονταν
και σε περίμενε
τότε στην πόρτα σου μπροστά.
Για να γυρίσεις.
Κάτω απο τ ' ακλαδευτα κλήματα.
Κι εκατσε .
Κανείς.
Μα αυτός αλλού δεν είχε να πάει.
Όλη του η ζωή ,
στάθηκε εκεί.
Σ αυτό το σκαλοπάτι.
Περίμενε.
Δεν μπορεί.
Κάποτε θα ' ρθεί.
Μονολογούσε.
κι εβγαιναν ξανά καινούργια φύλλα .
Έβγαζε το κλήμα σταφύλια.
Τα μάζευε.
Τα έκανε κρασί.
Τα έπινε .
Μεθούσε.
Ή του φάνηκε ,
απ ' το μεθύσι το πολύ
πως σε είδε.
Να έρχεσαι.
Από αλλού να μπαίνεις όμως
στη ζωή σου.
Άλλα σκαλιά να τρίζουν
στο βήμα σου.
Πόρτες άλλες να ανοίγεις.
Εκείνο το σκαλοπάτι κρυφό.
Κάπου λησμονημένο.
ενώ θα έπρεπε.
Για τη δικαιοσύνη.
Μία ρόγα σταφύλι.
Ένα σπυρί ρόδι.
Σαν άλλη Περσεφόνη ,
ποτές σου δε δοκίμασες.
Από αυτόν τον κόσμο.
Τον άλλον.
Τον κρυφό.
Που σε περίμενε ζωές πολλές
κι αμέτρητους θανάτους να γυρίσεις.
Κι αν ουτ' αυτό .
Τουλάχιστον λίγο ας τον κοιτούσες.
Ας τον ρωτούσες σιγανά.
Να μην τρομάξουν οι σκιές.
_ Πώς από δώ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου