οι καρδιές,
πρέπει να κουμπώσουν ενα βράδυ
τα σώματα.
Και τα φύλλα των δέντρων,
να γυαλίζουν στον ήλιο
μετά την βροχή...
Πόσο ακόμα,
είναι το "Ακόμα";
Πόσο μπορεί να Αντέξει ο Άνθρωπος;
Με το τελευταίο -Α-
του "κουράστηκΑ",
αρχίζει το "Αντέχω Ακόμα"!
Μα,
για πόσο Ακόμα;
δεν αντέχω πιά να "τα φυλάω".
Κουράστηκα
να μου κρύβεσαι.
Το παιχνίδι τελείωσε.
Βγες εαυτέ μου,
φανερώσου!
Σκοτείνιασε πιά,
και η μάνα μου
με φωνάζει.
Πρέπει να γυρίσω σπίτι.
1,2,3, "Φτου και Βγήκα"...
Γέλασα,
Γέρασα,
Γύρισα.
Γρήγορα που πέρασε
ο καιρός!
Γιατί;
με την ορμή της νιότης μου
και τον ενθουσιασμό
του καινούργιου.
Διάλεξα,
γιατί, όλοι με ήθελαν.
Διαπραγματεύτηκα
την ελευθερία μου,
με ανταλλάγματα
που τα πλήρωσα πολύ ακριβά.
Και στο τέλος,
Δήλωσα υποταγή
στο σύστημα...
Γιατί, κάποια πράγματα,
ΔΕΝ συγχωρούνται...
Πάντα φεύγω
η Ελευθερία μου,
είναι πιό πολύτιμη
από την
Ευτυχία...
Έφυγες.
Εγώ σ' έδιωξα...
η Ευτυχία μας,
σκότωνε την
Ελευθερία μου...
μέχρι το τέρμα.
Ήπιαμε τον έρωτα,
μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Και όταν πιά,
στραγγίξαμε τα χείλη μας,
ζητήσαμε αλλού
νέα φιλιά,
για να ξεδιψάσουμε την δίψα
της ψυχής.
Μόνο στo σάλιο μας απόμεινε πιά,
η θύμηση της γεύσης
των φιλιών μας.
Να βεβαιώνει πως
εμείς οι δύο, κάποτε
είμαστε ένα.
στη ζωή μου
κάποια στιγμή.
Και ο ερχομός σου,
με προετοίμαζε ήδη
για τη φυγή σου.
Γιατί,
πάντα αυτό συμβαίνει.
Ό,τι έρχεται κάποια στιγμή,
μετά
πάλι φεύγει.
Και η χαρά, και η λύπη,
και ο πόνος και ο θυμός...
Και τί μένει τελικά;
-Θ-.
Η Θύμηση!
όλων αυτών που νιώσαμε,
όλων αυτών που ζήσαμε.
Θυμάμαι,
σημαίνει έχω ζήσει
έχω γελάσει
έχω πονέσει
έχω κλάψει.
Θυμάμαι
σημαίνει πως,
ακόμα είμαι ζωντανή...
Πέρασες από πάνω μου σαν οδοστρωτήρας και δεν άφησες τίποτα όρθιο!
Και μετά θύμωσες!
Δεν είναι ο πόνος της πληγής που με κάνει να κλαίω,
δεν είναι ούτε που ακόμα μια φορά πίστεψα λάθος.
Είναι που κατά βάθος ξέρω, ότι χτυπάς εμένα, γιατί θυμώνεις με τον εαυτό σου.
Και αυτό δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω.
Δεν ξέρω πως.
Εσύ, κάνεις τις λέξεις μαχαίρια και χαράζεις τη ψυχή μου.
Και μεθάς με το αίμα της πληγής μου.
Κερνάς και τους φίλους σου,
και όλοι μαζί, γιορτάζετε και διασκεδάζετε...
Κοιτάξου στον καθρέφτη αγάπη μου,
Θα δεις πως,
εγώ αιμορραγώ, αλλά εσύ είσαι χλωμός σαν πεθαμένος...
από σένα φεύγει η ζωή από μέσα σου.
Και συνειδητοποιείς ότι δεν την έχεις ζήσει τελικά.
Την άφησες να περάσει μέσα από τα χέρια σου,
την σκόρπισες, στα χαμένα...
την πέταξες, και συνεχίζεις να την πετάς στα σκουπίδια...
Εγώ αιμορραγώ από τις μαχαιριές σου,
αλλά,
κάθε βράδυ παίζω καινούργιες μουσικές...
και θα πεθάνω κάποια στιγμή,
όπως όλοι μας εξάλλου,
αλλά θα πεθάνω χορεύοντας...
Πολύ καλύτερα...
Το σπίτι είναι άδειο και σιωπηλό.
Στο ψυγείο έχουν ήδη αρχίσει να μουχλιάζουν τα τελευταία μας ψώνια...
Κάποιο κομμάτι παρμεζάνας έχει περισσέψει ξερό πια κι' αυτό, μόνο για τρίψιμο κάνει,
αλλά, ποιός μαγειρεύει πιά;
Ένα μισοάδειο μπουκάλι κρασί, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, κοντεύει να γίνει ξύδι.
Τα τασάκια είναι όλα στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, πλυμένα και καθαρά...
Δεν χρησιμοποιούνται πιά.
Η σιωπή, απλώνει τον ιστό της μαζί με τις αράχνες,
στις μπαλκονόπορτες που έχουν να ανοίξουν από τότε που έφυγες.
Ο κήπος είναι πάντα δροσερός, και ευωδιάζει.
Ο κηπουρός πρέπει να έρχεται πάντα, δεν τον βλέπω ποτέ,
ούτε και εκείνος βλέπει σημάδι ζωής στο σπίτι.
Κι' όμως, μέσα είμαι!
Εδώ!
Ακόμα!
Στο μπάνιο, το μπουρνούζι μου, μιλάει στην μόνη πετσέτα που υπάρχει στην πετσετοθήκη.
κάνουν, το ένα παρέα στο άλλο.
Αυτά δεν αντέχουν να είναι μόνα τους...
Το μαξιλάρι σου, το βράδυ, έρχεται κρυφά προς τη μεριά μου,
να νοιώσει και αυτό λίγο ανθρώπινο κεφάλι, λίγη ανάσα...
μαζεύει και κανένα στεγνωμένο δάκρυ για να 'χει ανθρώπινη επαφή...
Νομίζω σήμερα, είναι η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου.
Ακούω και μουσικές, απέξω...
Είναι η μέρα της μουσικής.
Στο σπίτι βασιλεύει απόλυτη ησυχία.
Δεν θέλω φασαρία εγώ,
Δεν θέλω κόσμο, δεν θέλω ανθρώπους,
Ούτε άνθρωπο δικό μου.
Η σιωπή είναι μόνο σύντροφός μου.
Καλύτερα έτσι.
Πολύ καλύτερα...
Φαντάσου πως,
σχεδόν κινδύνεψα να σ' αγαπήσω!
Τώρα μ' έπιασε αυτή η αναστάτωση.
Κι ενώ έχω κολλήσει με το -Λ-, σκέφτομαι το -Υ-, και το -Χ-, έχω το -Σ- και το -Π-.
Όλα αυτά, τα 'χω μέσα στο μυαλό μου.
Μόνο για το -Λ- δεν μπορώ να αποφασίσω...
Να βάλω Λάθος;
Όλα ένα λάθος ήταν!
Να γράψω Λίγο;
Λίγο ακόμα αν μου 'δινες χρόνο...
Ή μήπως είναι καλύτερα να πω Λόγος;
Είχα το Λόγο. Όλα από το Λόγο ξεκινούν.
Λίγος Λάθος Λόγος,
λοιπόν.
Μην πλησιάζεις πιό κοντά...
Μην αφήσεις τον εαυτό σου να με εμπιστευθεί,
Μη μ' αγαπήσεις!
Μείνε κλεισμένος στη σιωπή σου,
τυλιγμένος στην απόσταση
που μας χωρίζει.
Βάλε μπροστά σου
ένα τοίχο
και χτύπα τις γροθιές σου επάνω,
ώσπου να Ματώσεις.
Μπορεί έτσι
να σ' ακούσω
και να 'ρθω.
Μα, είναι δύσκολο...
Μάλλον, ακατόρθωτο.
και να μην μπορώ
να σ' αγγίξω.
Να με βλέπεις,
και να μη μπορείς
να με πάρεις αγκαλιά.
Να αγαπιόμαστε
με τα μάτια μόνο!
Και
πού και πού,
καμιά φορά,
κάπου
τα χέρια μας ν' αγγίζουν...
Να χαιρετιόμαστε.
"δια χειραψίας"...
Να πίνουμε κρυφά,
απ' το ίδιο ποτήρι.
Σαν,
για να δώσουμε
ο ένας στον άλλον
ένα φιλί.
Κι' ύστερα,
κι' άλλη, κι' άλλη, κι' άλλη.
Όσες φορές
και αν φύγουμε,
τόσες θα ξαναβρεθούμε.
Ξανά και ξανά και ξανά...
σύννεφα
άλλοτε κάτασπρα
και άλλοτε σκούρα και μουντά...
Όνειρα,
που χορεύουν στον ουρανό
ή μήπως
στο μυαλό μου;
Όνειρα άπιαστα
σαν τα σύννεφα.
Που κάποιες φορές
μαυρίζουν
και φέρνουν καταιγίδα.
Όνειρα πούπουλα
λευκά
σαν τις νιφάδες του χιονιού...
που σβήνουν
με το ξύπνημα
μιας ακόμα
ατέλειωτης μέρας...
Πονάει ακόμα
ο ήχος από τα παγάκια
στο ποτήρι με το ουίσκι σου.
Εκεί,
που νομίζεις ότι πνίγεις
τα φαντάσματα
που σε κυνηγάνε.
Και δεν βλέπεις
ότι τα φαντάσματά σου
είναι ζωντανά
έχουν σάρκα
έχουν ψυχή.
Τη δική σου σάρκα
τη δική σου ψυχή
τη δική σου μεθυσμένη ανάσα.
Τα φαντάσματά σου,
είσαι εσύ.
Πονάει ακόμα
στ' αυτιά μου
ο κρότος από τα παγάκια
μέσα στο ποτήρι.
Το "τσακ", του αναπτήρα σου
κάθε φορά που ανάβεις τσιγάρο.
Τα άδεια μπουκάλια,
Τα άδεια πακέτα,
η άδεια σου ζαλισμένη ματιά,
η άδεια μου αγκαλιά.
Τα γεμάτα αποτσίγαρα τασάκια.
Που διαπερνά το κορμί μου
Η ματιά σου πέφτει πάνω μου
Διασταυρώνεται με τη δική μου
Κοιταζόμαστε στα μάτια.
Ραγίζει άραγε, η καρδιά
από την ανάγκη της επαφής;
Στέρημα μου.
Σημάδι
της ψυχής μου.
Συντροφιά μου.
Συνταξιδιώτη
της ζωής μου.
Σαράκι
του κορμιού μου
Σταυρέ του Μαρτυρίου μου
Σιωπή μου.
Σ' αγαπώ...
Τρέμω από την ανάγκη σου.
Τελειώνει ο αέρας
στα πνευμόνια μου.
Τίποτα δεν με σταματά.
Τρέχει το μυαλό μου
να ξεφύγει
από σένα.
Τσακίζεται στα βράχια
η ψυχή μου.
Και 'γω,
συνεχίζω να Ταξιδεύω
μαζί σου...
αγάπη μου!
Υπάρχεις!
να χαρώ.
Από το στόμα
μου τη βγάζουν τη χαρά...
Ίσα που νιώθω
τη γεύση της κι' έπειτα,
την Φτύνω
σαν Φαρμάκι.
Κλείνω τα μάτια μου
και το σκοτάδι
έχει το χρώμα της
Φρίκης.
Φυσάει μελτέμι,
και στο κορμί μου
Φτάνει λίβας,
σαν Φωτιά...
"Φυλάξου", μου ψιθυρίζει
η ζωή στον ύπνο μου.
Ανοίγω τα μάτια
και ουρλιάζω.
"Φτάνει"!!!
κερδισμένα σώματα.
Έρωτες που δεν έγιναν ποτέ
αληθινοί.
Ο Χρόνος,
που μας προσπερνάει
τρένα
με τα βαγόνια τους άδεια
κάνουν στάσεις
στο Χάος.
Χάνομαι
μέσα στο βλέμμα σου
και στον λαβύρινθο
της ψυχής σου.
Χρώμα!
Χαρισμένα φιλιά
Χρησιμοποιημένα συναισθήματα.
όλα αγορασμένα
με Χρήμα και δάκρυα.
Χύτρα ταχύτητος
με σπασμένη βαλβίδα.
Χαλασμένη ζωή...
Χρυσός του Μίδα.
να σε βρω
στις σελίδες των βιβλίων σου,
στις σημειώσεις που κρατάς,
με μαύρο πάντα στυλό
ή με μολύβι.
Ψάχνω
ανάμεσα στις γραμμές,
στα σημεία της στίξεως,
στα κόμματα, στις τελείες, στα ερωτηματικά...
Ψιθυρίζω
το όνομά σου
διαβάζοντας τους στίχους σου
και πέφτω πάντα
στο ίδιο πρόσωπο
που, δεν είσαι εσύ.
Και μετά ανακαλύπτω
ότι προσπαθώ να σε διαβάσω
κοιτώντας το πρόσωπό μου
στον καθρέφτη.
Και πως όλα, είναι
Ψέματα...
και φτύνω
φαρμάκι!!!!!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου