Φαίνονταν μακριά οι τελευταίες λάμψεις μιας μεγάλης φωτιάς.
Εδώ θα μείνουμε ως το πρωί, είπα κι οι υπόλοιποι δεν μίλησαν. Μια
άλλη χώρα άρχιζε εκεί που χαμήλωνε η φωτιά και κανείς δεν την ήξερε.
Κανένας δεν γνώριζε αν αυτό που φλεγόταν ήταν το μεγάλο ανάκτορο, όπως
έλεγαν οι φήμες της μέρας, ή ανταύγειες μιας δόξας που καιγόταν μέσα στο
χρόνο. Κάποιος πρότεινε να πάμε να βρούμε τη στάχτη που θα μείνει πριν
τη σκορπίσει ο αέρας.
Πάντα μεσολαβεί μια θάλασσα, είπε ο άλλος, με τη φωνή του
σκεπάζοντας το πρόσωπο. Θα μπορούσαμε να βάλουμε κι εμείς μια φωτιά να
κάψουμε τη θάλασσα. Δεν καίγεται το γυαλί κι αυτό που βλέπεις δεν είναι η
θάλασσα.
Ώστε ήταν ψέματα λοιπόν. Και ποιος φταίει για την απάτη; Άφησέ με, δεν ξέρω. Δεν ξέρω σου λέω.
Θα μπορούσε ίσως να υπήρχαν κάποια άστρα. Αν προβάλεις τη θάλασσα
στον ουρανό, δημιουργείς ένα τοπίο. Αυτό το γυαλί δεν καθρεφτίζει
τίποτε, δεν φέγγει από πουθενά. Κοίτα μπροστά, κοίτα το πέρασμα, αλλού
το πέρασμα, αλλού το μπροστά.
Αν έλεγα ότι μιλώ, δεν θα με πίστευε κανείς. Ήρθαμε για να
σωπάσουμε. Τ' άστρα είναι τα ψάρια, κι αν ο βυθός γεμάτος άστρα, ήταν
δικός μας. Καλύτερα να ψάρευα στον ουρανό, να διώξω τη νύχτα.
Ποιος είναι η νύχτα, τι είναι η νύχτα, αριστερά δεξιά, ω αριστερά
δεξιά, ω να 'ταν αυγή να 'βγαινα στο δρόμο ή να γλιστρούσα τώρα εδώ,
ποιος είπε πως η θάλασσα γαλάζια, ν' ασπρίσουμε τη θάλασσα, η θάλασσα
εκμαγείο της νύχτας, υπάρχει μια νύχτα που είναι ο ουρανός, υπάρχει μια
νύχτα που είναι ο βυθός, υπάρχει μια άλλη νύχτα και το άπειρο διάστημα
καθώς διασχίζεις το μαύρο καθρέφτη.
Αλήθεια, δεν ξέρω. Γεννήθηκα μ' ένα γυάλινο μάτι, να βλέπεις εκεί μέσα εκείνο που φαίνεται. Ό,τι βλέπω εγώ μου καίει το στομάχι.
Μου φαίνεται ότι έρχεται ο αέρας, ναι, τώρα ξέρω, ήρθαμε για τον
αέρα, είναι ο δικός αέρας, όχι, είναι ο αέρας των άλλων, όχι, δεν είναι ο
αέρας, είναι ο αέρας του αέρα, είναι ένα ξέφτι από το ανάκτορο, είναι η
σκόνη από τη στάχτη των ανακτόρων, είναι ο καπνός από το φόρεμα της
βασίλισσας, το κόκκινο άρωμά της, όχι, είναι το βογκητό της βασίλισσας
στην αγκαλιά των εραστών της. Ναι, είναι ο αέρας -αλλά δεν έχει σημασία.
Αν πηδούσα θα βρισκόμουν στην άλλη άκρη αυτού του ουρανού, αν γύριζα γύρω από τον εαυτό μου. Αν.
Αν κοίταζα ταυτόχρονα μια πίσω και μια μπροστά, θα ήξερα αμέσως πως η
Γη κινείται, ναι, θα έβλεπα ίσως τον Γαλιλαίο, αν ήμουν τηλεσκοπικός με
το παλιό του κάτοπτρο.
Αν άπλωνα το χέρι, αν μάζευα το χέρι, αν γελούσα...
Αν εγώ ήμουν εγώ, αν εγώ ήμουν σαν κι εσένα κι αν εσύ δεν ήσουν εσύ
αλλά αυτός που τώρα μου γνέφει, αν όλα με μια υπόθεση ή χωρίς υπόθεση, ή
τέλος πάντων αν μπορούσαμε να στήσουμε έναν καθαρό συλλογισμό, αν
βάζαμε κάποια όρια στο παιχνίδι, ποιο παιχνίδι, ποιος παίζει, ποιος
σημαδεύει την τράπουλα, ποιος είναι ο Εωσφόρος και ο Άγγελος του χρόνου,
ποιος μας φυλλορροεί...
Νύχτα κατεβήκαμε από το στενό μονοπάτι στη θάλασσα. Δεν είχε άστρα,
κανένα φεγγάρι δεν φώτιζε. Τα ερείπια της φωτιάς στο ανάκτορο πήραν να
βασιλεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου