πάνω στα χώματα της γής
ξαπόστειλαν οι ιερείς
τρείς τρίαινες
και η ορφάνια σίγησε για μια στιγμή
από τα περίχωρα της ανθρώπινης ψυχής.
ζυγίζοντας το ανυπόφορο, να θυμηθεί
τι χρώμα έχει το ψωμί και η σάρκα αντιγύρισες
και έτσι με εσένα αντίβαρο στο μέσα μου
άνοιξα παρένθεση
νεοσύστατης αριθμητικής πράξης.
τρέχει στα κακοτράχαλα και έντεχνα μας καλεί
μα δείξε μου, απαίτησα
που γέρνει η πλάστιγγα
υπερασπιζόμενος το μίζερο μερδικό
απ’ αυτό που ακόμα μου ανήκει.
στις κόρες των ματιών μου
ζητώντας μονάχα θαλπωρή
και εγώ από ντροπή σκυφτός
ψάχνοντας στις άδειες τσέπες μου χωμένος
για πρώτη φορά αντίκρισα το βιός των πικραμένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου