Έζησα ως τώρα διπλή ζωή, αμφίβιο.
Μια να γλιστρώ στου νηπιακού βυθού το γάργαρο νερό
και μια σερνόμενη στην πηλόπλαστη των ενηλίκων χώρα.
Κι ήτανε τόσο ελκυστικός ο κήπος του νερού - νειλωτικό τοπίο
κι απύθμενη η δίψα μου στη θαλερότητά του
που αρνήθηκα της στερεότυπης ουσίας το συμβιβασμό
τα λογικά επακόλουθα αψηφώντας.
Χάθηκα στα διαυγή νερά παρέα με ιππόκαμπους
με παιδιά χελιδονόψαρα μάζευα κοχύλια.
Καθόλου εύκολο να κερδίσω την καρδιά τους.
Τα παιδιά κοιτούν κατάματα -άψογο φιλτράρισμα-
δεν τα ξεγελάς.
Κι εγώ ξένο σώμα στον υγρό τους παράδεισο
μα τυχερή στο αλισβερίσι της αγάπης παρά τα λάθη.
Εκεί η ζωή ονειρική και καθαρτήριο
κι ο ήλιος να χαμογελά στις ζωγραφιές τους.
Μα η κοίτη μου ξεράθηκε, - πώς άδειασε η κλεψύδρα;
κι εξόριστη τώρα γυρνώ σε κόσμο ξένο κι άγνωρο
με αγκάθια και πονάω.
Ξυπόλητη είμαι και γυμνή- πώς έγινε;- Κρυώνω!
Έρημη χώρα και τραχιά. Διψάω!
Που η θλίψη μου τη λίπανε καθώς μονάχη κλαίω!
Αμφίβιο κάποτε του Νείλου ερπετό
σαύρα απόγινε που κείτεται στα βότσαλα του ήλιου.
Πώς την έλλειψη να αντέξω, να συμβιβαστώ!
«Δεν ανήκω εδώ!» Στ’ αστέρια το φωνάζω.
Απόκριση καμιά, μονάχα βλέμματα
πύρινα, αλαζονικά και λάγνα.
Τα παιδιά κοιτούν κατάματα με ξάστερο το βλέμμα
μα εδώ, μονάχα τη βολή τους κανακεύουν.
Απελπισμένη αναζητώ όπου νερό γυαλίζει
τη μυστική θύρα να βρω
μ’ άλλο «σουσάμι άνοιξε» κλειδί ν’ ανοίξω
να καταβυθιστώ και πάλι
στον κόσμο που με άφησε να βγω χωρίς επιστροφή.
Αμφίβιο κάποτε περήφανο του Νείλου
τώρα απελπισμένο κι άνουρο του οίκου ερπετό
δακρύζοντας αναπολώ τα περασμένα.
Άραγε θα πίστευε ποτέ κανείς τα δάκρυα αυτά
γι’ αληθινά, κι όχι προσποίησης και δόλου
κροκοδείλια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου