Μοῦ φαίνονται ἀπόψε πιὸ γκρίζα τὰ μαλλιά σου
μπερδεμένη καθὼς τὰ χτενίζω μὲ σκέψεις.
Τί ἔπαθες. Σὲ γέρασε ἡ πολλὴ φωτογραφία
ἢ μὴ σοῦ εἶπε τίποτα ἐναντίον μου
ἡ φαρμακόγλωσσα ἐνοχή μου.
Ὁ μανιακὸς κατήγορος.
Ἐκείνη μ᾿ ἔμαθε νὰ φταίω τόσο σπάταλα.
Φταίω ἀκόμα καὶ γιατὶ πιάνει φωτιὰ τὸ ξύλο
σβήνει ἡ φωτιὰ μὲ τὸ νερὸ ἢ μὲ τὴ χορτασιά της,
φταίω ἐγὼ ποὺ ζεῖ μόνο μιὰ μέρα ἡ μέρα
ποὺ εἶναι μόνο τῶν πουλιῶν οἱ κελαϊδισμοὶ
γιατὶ δὲν ἔρχεται στὸ τέλος ἡ νεότης
κι ἔρχεται τότε στὴν ἀρχὴ
τότε ποὺ ἀπὸ μόνοι μας εἴμαστε τόσο νέοι.
Μὴν τὴν ἀκοῦς, δὲν ζῶ, πηγαινοφέρνομαι
τὰ κύματά μου μὲ πετοῦν πάνω στὰ κύματά μου.
Δὲν ζῶ, ξεχορταριάζω· τὴ δίνη ἀπὸ δίνες.
Νὰ τὴν ἀφήσω καθαρὴ ἕτοιμη στοὺς ἑπόμενους.
..........................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου