........................Η ώρα περνούσε. Ο Σγουρός ανησυχούσε πολύ για τους «κήρυκες» που δεν επιστρέφανε. Τι διάολο! Τι διάολο πάθανε, έλεγε κάθε τόσο. Μα σε κάποια στιγμή ένας στρατιώτης πήδηξε ανάμεσά μας κι είπε βιαστικά: «Ήρθανε! Ήρθανε, κύριε Διοικητά!».
Ο Σγουρός τινάχτηκε ολόρθος: Μπρος, λοιπόν! Φέρ' τους. Τι τους κρατάς;
Είναι ακόμη κάτω, κύριε Διοικητά. Τηλεφώνησε ο «Τέταρτος»* πως φτάσανε κι ανεβαίνουν.
Γρήγορα! Γρήγορα! Να 'ρθουν γρήγορα! αδημονούσε ο Σγουρός που πότε καθότανε και πότε σηκωνότανε πάλι απότομα για να κοιτάξει γύρω του το σκοτάδι, βάζοντας για προφύλαγμα πάν' απ' τα μάτια του την ανοιγμένη παλάμη του.
Μετά καμιά δεκαριά λεφτά παρουσιαστήκανε κι οι δυο τους, λαχανιασμένοι μα χαρωποί και γελαστοί, όπως όταν πριν ξεκινήσουν.
Κατεβήκανε, όπως τους είπε, και σαλπίζανε, έλεγε ο λοχίας — αυτός κράταγε ψηλά (όπως πάλι του 'πε) το κοντάρι με το άσπρο πανί...
Καλά καλά, αυτά τα ξέρουμε, τον διέκοφτε ο Σγουρός. Σας ακούσαμε. Μετά; Μετά να μας πεις.
Μετά όλο και πλησιάζανε κι όλο σαλπίζανε. Ο Δημήτρης, από δω, θα του φουσκώσανε τα πλεμόνια...
Ναι, ναι — λοιπόν;
Ε! δεν έχει λοιπόν, κύριε Διοικητά. Προχωρήσανε ως τις γραμμές τους, κι όταν τις είδανε, σταματήσανε και περιμένανε — προσοχή· όπως πάλι τους είχε πει.
Ναι, παιδί μου. Μετά, σου λέω, ξεφυσούσε κι αναταραζότανε σύγκορμος ο Σγουρός, που 'χε πάλι καθίσει δίπλα στη φωτιά και την ανασκάλευε και τη γέμιζε ολόκληρη μ' ένα ξύλο που είχε αρπάξει από κάπου δίπλα του.
Μετά, αφού περιμένανε λίγα λεφτά, από κάτι απέναντί τους χαρακώματα ξεπεταχτήκανε καμιά δεκαριά στρατιώτες κι ένας επιλοχίας, του φαίνεται... Ρηχά χαρακώματα, κύριε Διοικητά, τίποτα της προκοπής — κι ήρθανε σ' αυτούς σιγά σιγά με προτεταμένα τα όπλα τους, άκου! σα να φοβόντουσαν! ενώ αυτοί οι δυο τους μένανε πάντα ακίνητοι και προσοχή. Τότε χαιρέτισα κι έβγαλα απ' την τσέπη μου το γράμμα και τους έδειχνα. Μα σαν πλησιάσανε πιο πολύ ακόμη κι είδανε καλά την άσπρη σημαία, όλα αλλάξανε μεμιάς, κύριε Διοιητά. Ποιος ξέρει τι τους πέρασε απ' το μυαλό — μα να σου πω την αλήθεια, νομίζω πως τους φάνηκε πως τους φέρνουμε Ειρήνη. Ε! και τότε να δεις αγκαλιάσματα και φιλιά και περιποίηση και ζήτω και χοροπηδήματα από παντού. Βλέπεις δεν ήξερα να μιλάω — κι ούτε καταλάβαινα, να πάρ' η οργή, τι μου λέγανε.
Ο Δημήτρης, ο σαλπιγκτής, δίπλα του, κουνούσε σε κάθε φράση που έλεγε επιβεβαιωτικά το κεφάλι του και κοιτούσε αλληλοδιαδόχως έμμονα* πότε το Σγουρό, πότε εμένα, πότε εκείνον μέσα στα μάτια, έτσι με κάποια έκφραση θαυμασμού και ικανοποίησης, μα σα να μην είχε λάβει κι αυτός μέρος σ' όλα αυτά κι ήτανε ένας απλός ακροατής, σαν κι εμάς. Ήτανε φανερό πως ο λοχίας τού επιβαλλότανε και πως αυτός, ό,τι και να 'κανε, ήτανε και θα 'μενε πάντα στη ζωή του ένας κομπάρσος*.
Τότε τους βάλανε στη μέση και προχωρήσανε όλοι μαζί για το χωριό. Όλο κάτι τους λέγανε και τους φωνάζανε, κι αυτοί όλο κουνούσανε τα κεφάλια τους και χαμογελούσανε — τι άλλο να κάνουν; δεν είν' έτσι κύριε Διοικητά; Αφού δεν καταλαβαίνανε γρυ απ' όλα τούτα.
Ναι, ναι, μουρμούρισε ο Σγουρός που όλο ανασήκωνε τις πλάτες του κουβαριασμένος μπρος στη φωτιά, μα δε βρίσκει το λόγο γιατί και να χαμογελάνε...
Ε! έτσι το λέει ο λόγος δηλαδή. Κι έτσι, όπως είπε, όλοι μαζί και χωρίς να συναντάνε πουθενά κανέναν άλλο —μα ψυχή πετούμενη που μας λέει— φτάσανε τα πρώτα σπίτια του χωριού. Εκεί, κύριε Διοικητά, εκεί είναι μαζεμένοι όλοι τους κι ας του τρυπήσουν αυτουνού τη μύτη αν είναι αλλιώς. Στα σπίτια, και κάτω απ' τα σπίτια θα 'χουνε κάνει τα αμπριά* τους — μέσα και κάτω απ' τα θεμέλια δηλαδή. Να, ας το πει κι ο Δημήτρης.
Ο Δημήτρης είπε κι αυτός: «Ναι».
Περνάγαμε, εξακολούθησε ο λοχίας, κι όλα τα παράθυρα ανοιγόντουσαν και μας κοιτούσαν — το 'να κεφάλι πάνω στ' άλλο (εγώ τουλάχιστον, και για δικό μου λογαριασμό, τους υπολογίζω αυτούς εκεί μέσα ως τρεις λόχους, κύριε Διοικητά), έτσι στα μουγκά και με περιέργεια που δεν ξέρανε τι είναι. Και μετά, αφού προχωρήσανε αρκετά μες στο χωριό, μας μπάσαν σε μια μεγάλη αυλή και μας κάναν νοήματα να περιμένουμε. Αυτός κρατούσε πάντα το γράμμα, όπως του 'χανε πει, και δεν το 'δινε σε κανέναν αν δεν παρουσιαζόταν κάποιος «επικεφαλής» για να το δώσει επίσημα. Γύρω τους είχε μαζευτεί ένα τέτοιο μπουλούκι από φαντάρους Ιταλούς, που τους τρώγανε με τα μάτια τους, θαρρείς, κύριε Διοικητά, κι όλο γυροφέρνανε γύρω τους.
Επιτέλους, από κείνη τη μεσιανή πορτούλα βγήκε κάποιος —ανθυπολοχαγός θες ήτανε; υπολοχαγός; πού να ξέρει κι αυτός που αυτοί οι διαόλοι φορούν άστρα κι αστράκια παντού, από κουμπότρυπα μέχρι κολάρο— και στάθηκε κι αυτός προσοχή μπροστά μας. Χαιρέτησα, χαιρέτησε κι αυτός, και του 'δωσα το γράμμα, που το πήρε και ξαναχώθηκε μες στο σπίτι.
Καλά, καλά. Πολύ καλά, έλεγε ο Σγουρός που παιδευότανε πάντα με τη φωτιά αν και με τα μάτια του κολλημένα στο πρόσωπο του ορθού λοχία που φωτιζότανε κι αυτό κατακόκκινο απ' τις φλόγες.
Κι υστέρα όλοι αυτοί που ήτανε γύρω τους τους βάλανε κάπου να καθίσουν μες στην αυλή κι όλο γυρίζανε και γυροφέρνανε γύρω τους, αλλά και σε απόσταση, σάμπως να 'τανε οι δυο τους τίποτα άγρια θεριά. Τότε σηκώθηκα, κι όπως μου 'χες πει, κύριε Διοικητά, τους τράταρα τσιγάρο. Στην αρχή δε 'θέλαν (κάναν δηλαδή πως δε θέλουν), μα σαν είδαν καλύτερα το κουτί τον «Άσσο», ριχτήκαν όλοι πάνω μας σα λιμασμένοι. Παπαστράτο! Παπαστράτο! φωνάζανε όλοι μαζί — και δώσ' του βουτιά στο πακέτο. Ε! σε τρία, για να μην πει πέντε λεφτά, κύριε Διοικητά, και τα δέκα πακέτα που μας είχατε δώσει για να τους μοιράσουμε, γενήκανε άφαντα.
— Ώστε τον ξέρουνε τον Παπαστράτο! γελούσε ο Σγουρός κουνώντας βαριά το κεφάλι του, με τη στενή του κάσκα στην κορφή κορφή, δεξιά κι αριστερά πάν' απ' τις φλόγες.
— Αν τον ξέρουνε λέει! Όλοι σαν κοράκια πέσανε επάνω και σ' ένα λεφτό δεν είχα πια πακέτο στις τσέπες μου, ούτε στο σακίδιό του ο Δημήτρης. Γλέντι τρικούβερτο κάνανε σου λέω, κύριε Διοικητά — χαρά κι άγιος ο Θεός! ακόμη λίγο και θα χορεύανε.
— Καλά — και μετά;
Από μέσα (φαίνεται πως τα πράματα κάπου σκαλώσανε) ακούγανε συνεχώς (ας ήταν η πόρτα κλειστή) κουδουνίσματα κι αδιάκοπες τηλεφωνικές κλήσεις. Ε! που να πάρ' η οργή που να μην ξέρει αυτός Ιταλικά να καταλάβει κάτι... Εκεί θα 'πρεπε να 'ναι κάποιος που να ξέρει κάπως αυτά τα ιταλικά.
— Ξέρεις, Μπεράτη, τον διέκοψε ο Σγουρός, πως κάναμε μεγάλη βλακεία που δε σε ντύσαμε εσένα στρατιώτη, και δε σε στείλαμε; Ε! που να πάρει η ευχή!
— Εγώ, κύριε Διοικητά, θα 'μουνα πρόθυμος — αλλά, καταλαβαίνετε, πρώτη μέρα που 'ρθα εδώ, κι έτσι ακατατόπιστος... δεν ήξερα ακόμη αν έχω το δικαίωμα να το ζητήσω... κι αφού δεν μου 'πατε και τίποτα...
— Και δεν το 'λεγες, μωρέ παιδί! και δεν το 'λεγες! Αχ! με κάνεις και σκάω τώρα, μωρέ Μπεράτη! — κι ο Σγουρός με το τακούνι της μπότας του κοπάνισε μια γερή στο καταφλογισμένο κούτσουρο που ήτανε δίπλα του.
Έλα, μωρέ λοχία — καλός και άξιος είσαι, μα κάνεις και δεκαπέντε ώρες να μας τα πεις, μωρέ παιδάκι μου.
Μα τι να σου πει, κύριε Διοικητά; Μήπως δε στα λέει...
— Είσαστε κουρασμένοι, παιδιά; είπε άξαφνα ο Σγουρός.
Μπα που είναι κουρασμένοι! Και να 'ναι λίγο κουρασμένοι, τι σημασία έχουν όλ' αυτά, κύριε Διοικητά. Άκου λοιπόν, το παρακάτω. Δεν τους είπες να σου τα πουν όλα με το νι και με το σίγμα; Λοιπόν κουδουνούσανε από μέσα, κουδουνούσανε, και φαίνεται πως γινόταν μεγάλη φασαρία και πως δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν και κάπως τα 'χανε χάσει, κύριε Διοικητά, έτσι που τους ήρθε ξαφνικά το γράμμα και δεν ξέρανε τι να κάνουν κι όλο ρωτούσαν από δω κι από κει για τι απάντηση να δώσουν και μου φαίνεται (ας μην καταλαβαίνω ιταλικά) πως δεν μπορούσαν να βρουν τον αρμόδιο κι ο ένας τους ξαπόστελνε στον άλλον — μια χάβρα*· χάβρα εβραίικη δηλαδή, κύριε Διοικητά. Τους ακούγαμε, και μεις καθόμαστε απ' έξω, σε κείνο το παγκάκι που μας είχανε βάλει να καθίσουμε. Τώρα, μετά τα τσιγάρα, όλοι ήτανε δίπλα μας, γελούσαν κι όλο μας κάναν νοήματα — κι ένας λοχίας μέσα σ' ένα κράνος μάς έφερε να μας τρατάρει καφέ.
— Καφέ; Πώς καφέ μέσα στο κράνος; είπε ο Σγουρός.
— Ναι, καφέ με ζάχαρη· ανακατεμένα.
— Πώς καφέ με ζάχαρη;
— Να, έτσι, χοντροκομμένο καφέ με ζάχαρη· ανακατεμένα.
— Και πώς το τρώνε αυτό; ρώταγε πάλι ο Σγουρός — έτσι;
— Ναι, έτσι, κύριε Διοικητά· με τη χούφτα.
— Άλλο και τούτο! — και λοιπόν;
— Καλό ήτανε, δε σου λέω όχι, μα να σου πω την αλήθεια, ούτ' εγώ, ούτε ο Δημήτρης, στην αρχή, θέλαμε να πάρουμε — μα καταλαβαίνεις, για να μη τους προσβάλεις... πήραμε, επιτέλους, από μια χούφτα ο καθένας κι είπαμε κι ευχαριστώ. Και τότε μας φέρανε από δυο άσπρα ψωμάκια του καθενός και τυρί μέσα σε ασημένιο χαρτί, και δώσ' του όλο και μαζευόντουσαν γύρω μας, μας αγκαλιάζανε από παντού κι όλο κάτι λέγανε. Εκείνοι μιλούσαν ιταλικά, εμείς απαντούσαμε ελληνικά — ο Θεός κι η ψυχή τους τι καταλάβανε· όσο καταλάβαμε κι εμείς. (Ο λοχίας κι ο Δημήτρης γελούσανε, βγάζανε απ' τις τσέπες τους το τυρί και τα ψωμάκια για να μας τα δείξουν — κι όλο θέλανε να μας προσφέρουν κι εμάς).
Όχι, όχι, ευχαριστώ, έλεγε ο Σγουρός κι εγώ. Εμείς φάγαμε — ας τα κρατήσουν αυτοί.
Κάτσαμε πολλή ώρα έτσι, ώσπου βγήκε πάλι εκείνος ο αξιωματικός από μέσα και του 'δωσε τούτο δω το γράμμα. Κι άκου να δεις! τώρα μόλις διάταξε να τους δέσουνε τα μάτια (που τους τα δέσανε αμέσως με δυο άσπρα μαντίλια), στην επιστροφή, αφού στον ερχομό είχανε δει ό,τι είχανε να δούνε! Άκου παλαβομάρες, κύριε Διοικητά!
Ώστε έτσι, με κλεισμένα μάτια, τους γυρίσανε πίσω;
Ναι, έτσι, σα να παίζουμε την τυφλόμυγα τους πήραν και τους δυο τους κάτ' απ' τις μασχάλες, απ' τα δυο χέρια, και τους βγάλανε απ' την αυλή. Φαίνεται, κύριε Διοικητά, πως αυτοί στην αρχή τα χάσανε και γι' αυτό δεν τους κλείσανε τα μάτια, όταν πρωτοήρθανε — μα μετά, όταν τηλεφωνούσανε και ξανατηλεφωνούσανε και δώσ' του και ρωτούσανε παραπάνω, θα τους ήρθε ορισμένως το λούσιμο, γιατί ο αξιωματικός που μας είπε πως διάταξε να τους κλείσουν τώρα τα μάτια, βγήκε σαν πολύ μουδιασμένος απ' την πόρτα του σπιτικού και, μα την Παναγιά —ε, Δημήτρη;— σαν βρεμένη γάτα που κοιτάει να μη λερώσει ό,τι πατάει.
Ο Δημήτρης κι αυτή τη φορά είπε πάλι «ναι» και γελούσανε σιωπηλά μαζί με το λοχία, κουνώντας έτσι το κεφάλι του με την ανοιχτόχειλη εγγλέζικη κάσκα σα να τους οικτίρει όλους εκείνους τους απέναντι πέρα για πέρα. Όχι, ορισμένως, δεν ήτανε προκοπή μ' αυτούς εκεί.
Αλλά εμείς, κύριε Διοικητά, όπως σου 'πα κι όπως μας είπες, ό,τι είχαμε να δούμε το είδαμε από πριν. Ρηχά, τιποτένια χαρακώματα, κι όλοι τους κλεισμένοι μέσα στα σπίτια του χωριού που ορισμένως έχουνε σκάψει αμπριά από κάτω τους — και κατά την ιδέα μου τουλάχιστον: σ' αυτό μόνο το χωριό, τρεις λόχοι μέσα — τουλάχιστον τρεις λόχοι· βέβαια, τουλάχιστον τρεις λόχοι, ε, Δημήτρη;
Μετά μας πήραν έτσι και μας φέρανε ως εκεί που 'χαμε πρωτοφτάσει, μας λύσανε τα μάτια κι όλο μας χαιρετούσανε με χειραψίες και μ' αγκαλιές στους ώμους. Στου Δημήτρη την τσέπη, σώνει και καλά, βάλανε έναν αναφτήρα, και στη δικιά μου —ούτε κι εγώ ξέρω πώς βρέθηκε— ένα σουγιά. Τι να πεις, κύριε Διοικητά; τι να πεις; Νάτος ο αναφτήρας κι ο σουγιάς.
Ο Σγουρός περιεργαζότανε και τον ένα και τον άλλο πάνω απ' τη φωτιά, και μετά μου τους έδωσε και σε μένα.
Μπράβο, καλά τα καταφέρανε. Άιντε τώρα να ξεκουραστείτε. Πάρτε και τον αναφτήρα και το σουγιά σας και κρατήστε τους, έτσι για ανάμνηση, όταν με το καλό, δούμε καλή πατρίδα και γυρίσετε σπίτια σας. Άιντε — καληνύχτα. Και προσοχή μη στομαχιάσετε με τ' άσπρα ψωμάκια και το τυρί τους!
Ο λοχίας κι ο σαλπιγκτής ο Δημήτρης χαιρετίσανε γελώντας και με δύο τρία πηδήματα χαθήκανε μέσα στη νύχτα.......................................
«τέταρτος»: ο τέταρτος λόχος.
έμμονα: επίμονα.
κομπάρσος: (λ. ιταλική), βουβό πρόσωπο στο θέατρο, γενικά ένα πρόσωπο δευτερεύον σε μια υπόθεση.
αμπρί: (λ. γαλλική), καταφύγιο, όρυγμα στο εσωτερικό τοίχωμα του χαρακώματος.
χάβρα: η εβραϊκή Συναγωγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου