Στεκόταν στην κουπαστή και κοίταγε
τους ανθρώπους κάτω στην προκυμαία
η ωραία ανθοπώλις.
Μ’ ένα μαντήλι αποχαιρετούσε κάποιους μέσα στο πλήθος,
λύγιζε το κορμί αδέξια, κρατώντας τον κουβά
με τα λουλούδια, λες κι ήταν ο κουβάς μικρό παιδί
και νοιάζονταν μην της ξεφύγει.
Τον κράταγε σφικτά
από το χέρι,
φύσαγε τα μαλλιά της ο αέρας προς τα με
κι ήμουν εκεί, την έβλεπα
από κάποιαν απόσταση.
Μα έβλεπα κι εμένα στην κουπαστή,
να χαιρετάω τα πλήθη και να κρατάω τον κουβά
κι ήμουνα έξω από εμέ και με φυσούσε ο άνεμος…
Ωστόσο καθόμασταν δυο μέτρα πίσω,
σ’ έναν νοτισμένο πάγκο.
Το ένιωθα πως ήταν όνειρο.
Γιατί ήμουν εγώ που έβλεπα εμένα στην κουπαστή.
Μπορεί όμως και να μην ήταν,
γιατί μια μάγισσα στους τροπικούς
μου είπε επί λέξει:
«βλέπω εσένα μέσα σ’ αυτήν»
κι έδειξε το κορίτσι δίπλα μου.
Ένα κορίτσι, που όποτε ήθελε έβγαινε από μένα
κι όποτε ήθελε ξαναγυρνούσε στα εντός μου.
Λες κι ήμουνα καθρέφτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου